Ειδικότερα, τον Απρίλιο του 2003 η εταιρεία «Τράμ» Α.Ε. (διάδοχος της η εταιρεία «ΣΤΑ.ΣΥ.» Α.Ε.») προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου 67χρόνο μηχανολόγο-μηχανικό με μεικτές μηνιαίες αποδοχές 3.500 ευρώ, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2006 νοσηλεύθηκε για τρεις μέρες σε κρατικό νοσοκομείο, λόγω απώλειας συνειδήσεως, αρτηριακής υπέρτασης και απορρύθμισης σακχαρώδη διαβήτη και του δόθηκε αναρρωτική άδεια ενός μηνός. Για την νοσηλεία του στο νοσοκομείο και την αναρρωτική άδεια είχε ενημερώσει τόσο προφορικά όσο και γραπτά την υπηρεσία του. Όμως, ενώ βρισκόταν στις πρώτες μέρες της αναρρωτικής άδειάς του, η εταιρεία τού κοινοποίησε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και του παρέδωσε δύο τραπεζικές επιταγές με την αποζημίωσή του.
Όπως προκύπτει η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της «Τράμ» Α.Ε. για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του 67χρόνου είχε ληφθεί λίγες μέρες πριν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.
Ο μηχανολόγος προσέφυγε στην Δικαιοσύνη, και το Εφετείο Αθηνών ερμηνεύοντας τον αναγκαστικό νόμο 539/1945 έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας του μισθωτού και ότι ούτε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι καταχρηστική για τον λόγο αυτό.
Στη συνέχεια, ο μηχανολόγος άσκησε αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης και ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του 67χρόνου, κρίνοντας ότι «η κατά το άρθρο 6 του νόμου 539/1945 απαγόρευση καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως αφορά μόνο την καταγγελία κατά την διάρκεια της άδειας αναψυχής και όχι περιπτώσεις άλλων αδειών, όπως είναι η αναρρωτική».
Ακόμη, μεταξύ των άλλων, ο 67χρόνος ισχυρίσθηκε ότι όταν απολύθηκε ήθελε 100 εργάσιμες ημέρες για να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ωστόσο, το γεγονός ότι ήθελε λίγους μήνες για να βγει στη σύνταξη δεν το είχε γνωστοποιήσει στην εταιρεία του, όταν το καλοκαίρι του 2006 τον ενημέρωσαν ότι στο τέλος του ίδιου έτους θα καταγγελλόταν η σύμβαση εργασίας του, αλλά και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης δεν κατέθεσε κάποιο στοιχείο για το συνολικό αριθμό των ενσήμων που είχε, ενώ επίσης δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού του ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων του.