Συνταγματικές κρίθηκαν οι δύο διαδοχικές μειώσεις των αποδοχών των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που έγιναν το 2011 και το 2012 κατά πλειοψηφία από την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Παράλληλα, κρίθηκε ότι δεν παραβιάζουν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Πολιτικού Δικαστηρίου με την υπ’ αριθμ. 1/2021 απόφασή της (πρόεδρος η Αγγελική Αλειφεροπούλου και εισηγήτρια η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά) κατά πλειοψηφία έκρινε ότι οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις που προέβλεψαν τις επίμαχες δυο περικοπές «δεν αντίκεινται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.».
Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας (της αντιπροέδρου Δήμητρας Κοκοτίνη και των αρεοπαγιτών Διονυσίας Μπιτζούνη και Σταματικής Μιχαλέτου) «η ευθεία εφαρμογή του βαθμολογίου και μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων στο προσωπικό των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν συνεπάγεται περαιτέρω μείωση των αποδοχών του προσωπικού αυτού πλέον του 25% σε σχέση με εκείνες του μηνός Οκτωβρίου του 2011 και η από 1.1.2013 ένταξη του προσωπικού στο βαθμολόγιο και μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα εκ νέου περικοπής των αποδοχών τους κατά ποσοστό 25%, πέραν της περικοπής, κατά το ποσοστό αυτό, που είχε ήδη γίνει το 2011».
Η απόφαση του Αρείου Πάγου έρχεται σε αντίθεση με όσα είχε κρίνει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν από 7 χρόνια (2014) είχε κρίνει ότι η εγκύκλιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) στην οποία στηρίχτηκαν οι περικοπές είναι αβάσιμη.
Σύμφωνα με νομικούς πάντως σε αρκετές επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα ήδη έχουν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις που δέχθηκαν τα αντίθετα από αυτά που έκρινε η πλειοψηφία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον για ένα μέρος του προσωπικού τους.
Κι αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων οι οποίοι έχουν λάβει διαφορές αποδοχών με βάση τελεσίδικες αποφάσεις θα κληθούν να επιστρέψουν τα χρήματα-διαφορές αποδοχών, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.