Μετά το χθεσινό δημοσίευμα του Guardian για τα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων, άλλο ένα άρθρο – αυτή τη φορά των New York Times – είναι καταπέλτης για την Ελλάδα, περιγράφοντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους καταυλισμούς.
Το επιτελείο της αμερικανικής εφημερίδας επισκέφθηκε τέσσερις δομές για πρόσφυγες και συνάντησε ανθρώπους που ζουν σε αυτές. Οι μαρτυρίες τους συγκλονίζουν.
“Κανείς δεν μας λέει τίποτα. Δεν έχουμε ιδέα για το μέλλον μας”, είπε η Σιράζ Μαντράν, η 28χρονη που μαζί με τα τέσσερα παιδιά της έμεινε για εβδομάδες στην Ειδομένη, πριν μεταφερθεί εκεί. “Αν ξέραμε ότι θα ήταν έτσι, δεν θα φεύγαμε από τη Συρία. Πεθαίνουμε χίλιες φορές κάθε ημέρα εδώ πέρα”.
Πολλοί από τους εγκλωβισμένους πρόσφυγες στην Ελλάδα ζουν σε άθλιους προσφυγικούς καταυλισμούς στην ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, αναφέρει το δημοσίευμα, σημειώνοντας ότι ούτε η Τουρκία, αλλά ούτε και οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν τηρήσει τις υποσχέσεις τους για βοήθεια προς τη χώρα μας, για τη διαχείριση της κρίσης. Επιπλέον, η συντάκτιρα του άρθου, Λιζ Άλντερμαν, γράφει για μικρά παιδιά, που παίζουν δίπλα σε σωρούς από σκουπίδια στη Νέα Καβάλα.
“Στις επισκέψεις μας σε τέσσερις χώρους φιλοξενίας στην Ελλάδα, στη Λέσβο, τη βόρεια Ελλάδα και έξω από την Αθήνα, πρόσφυγες που ήδη έχουν βιώσει συγκρούσεις και φτώχεια, μιλούσαν για τις ανησυχίες τους για τα ανεπαρκή τρόφιμα και ιατρική περίθαλψη. Παλεύουν με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, τους φόβους για την υγεία και την εκπαίδευση των παιδιών τους και την ψυχολογική κούραση από τη ζωή σε διαρκή αβεβαιότητα”, τονίζει.
“Ηρθαμε από έναν πόλεμο και τώρα είμαστε σε έναν αργό πόλεμο”, της είπε η 23χρονη Μαλέκ Χάι Μοχάμεντ, που έφυγε με τον αδελφό της από τη Ράκκα. “Ακόμη κι αν πεθάνουν 1.000 παιδιά εδώ, η Ευρώπη δεν θα το ξέρει. Γιατί έκλεισαν τα σύνορα όταν χρειαζόμασταν ασφάλεια;”, προσθέτει.
Στη Λέσβο, γράφουν οι New York Times, τον κύριο προορισμό για τις βάρκες από την Τουρκία, το κέντρο της Μόριας είναι γεμάτο ανθρώπους από τη Συρία, το Αφγανιστάν, την Ερυθραία, το Πακιστάν, που έφτασαν μετά από τη συμφωνία. “Παρότι ο ελληνικός και η αστυνομία διαχειρίζονται το hotspot και είναι γεμάτο ανθρώπους οργανώσεων, είναι υπερπλήρες εξαιτίας των εκκρεμών αιτήσεων ασύλου και των αιτημάτων για ένταξη στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης”.
“Περιμένουμε και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε”, λέει ο Αμπντουλάχ Τζαλάλι. Ο 40χρονος Αφγανός είναι εκεί τους τελευταίους πέντε μήνες. Η οικογένειά του, μαζί με άλλα 30 άτομα ανάμεσά τους και 11 μωρά, είναι στριμωγμένη σε ένα μικροσκοπικό κοντέινερ.
“Στη Νέα Καβάλα, πολλοί από τους 3.000 πρόσφυγες πασχίζουν να προσαρμοστούν στο νέο κόσμο τους, μία βρώμικη ερημιά, σε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο”, γράφουν οι New York Times. Εκεί κοντά, στη Softex, η κατάσταση μετά βίας είναι καλύτερη, συνεχίζει το δημοσίευμα.
“Ακόμη και οι μετανάστες που ζουν σε καλύτερες συνθήκες, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα. Μία ώρα νότια της Αθήνας, 400 πρόσφυγες, κατά κύριο λόγο Σύροι, ζουν σε βουκολικές ξύλινες καλύβες κάτω από πεύκα, κοντά στο Σούνιο”, γράφει. “Με γήπεδο βόλεϊ, χώρο για πολιτιστικές δραστηριότητες και αυτοσχέδιο σχολείο, υπάρχουν πολλές δραστηριότητες για τους ανθρώπους που περιμένουν. Κι όμως, ο Χουσεΐν Αλκατίμπ από τη Δαμασκό λέει ”Η ζωή μας έχει κολλήσει. Δεν έχουμε τίποτα””.
Κάποιοι άνθρωποι αρχίζουν να λένε “Αφήστε με να πεθάνω τώρα”, εξομολογήθηκε στην εφημερίδα ο 23χρονος Μοχάμεντ Μοχάμεντ. “Ναι είμαστε τυχεροί που βρισκόμαστε εδώ. Αλλά δεν είναι το σπίτι μας και δεν θέλουμε να γίνει”, καταλήγει.
ΠΗΓΗ: NEW YORK TIMES