Ήταν, σχεδόν η καθημερινή μου στάση, στη διαδρομή από το σπίτι μου στο ιατρείο,
νωρίς το πρωί. Έκανα, πάντα, μία σχετικά, μικρή παράκαμψη στα ανατολικά προς το βουνό, αλλά αυτό διόλου με ενοχλούσε… Στο δρόμο προς την καθημερινή μου στάση πριν τη δουλειά, περίπου την ίδια ώρα ο άσπρος πονηρός μαντρόσκυλος με περίμενε χαρούμενος, κρυμμένος πίσω από το παλιό, πράσινο τρίτροχο φορτηγάκι, για να με τρομάξει… βλέπετε του άρεσε να πειράζει μόνον εμένα.
Εγώ πάντα σταματούσα και πάντα είχα κάποια μικρή λιχουδιά για τον…Ιμπραήμ… που μετά το πείραγμα κουνούσε σαν τρελός την ουρά του, πηδώντας πάνω κάτω, σαν κατσίκι, περιμένοντας το δωράκι που του έφερνα.
Λίγα μέτρα πιό κάτω σταματούσα στην μικρή στενή είσοδο μπροστά από το σπίτι της φιλενάδίτσας μου.
Ο καφές μου με περίμενε, αχνιστός, στο φτωχικό της κυρίας Παγώνας και της μικρής Μαριάννας.
Ήξεραν και οι δύο την ώρα που θα ερχόμουν, αν και ποτέ δεν κατάφερνα να τηρώ τα ωράρια…
Απ’ ότι μου είπε η κυρία Παγώνα, λίγο πριν φθάσω, η Μαριάννα έλεγε στη μητέρα της να φτιάξει τον καφέ, ενώ εκείνη ετοίμαζε την τσάντα της για το σχολείο.
Πάντα της άρεσε να την πηγαινω σχολείο με τη μηχανή, αν και το σχολείο ήταν μόνο μερικά μετρα μακριά. Με τη Μαριάννα είχαμε γίνει κολλητοί …εκείνη δεν είχε, πιά, πατέρα και εγώ πάντα ήθελα μία κόρη…
Τέλος πάντων, με τη Μαριάννα γνωριζόμαστε δύο χρόνια. Γνωριστήκαμε τυχαία, σε ένα κρατικό νοσοκομείο, όταν η μητέρα της την είχε φέρει για τις τακτικές της εξετάσεις αίματος… Ήταν τόσο αγγελικά όμορφη που δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της… αλλά και τόσο αστεία με το χακί μπερεδάκι που φορούσε στραβά στο κεφάλι της….
Η μικρή φρόντιζε να με εκπλήσσει καθημερινά με τη γλυκύτητα της, την ευφράδεια του λόγου που την διέκρινε, τη γνώση της σχετικά με την αρρώστιά της, και με τη γενναιότητά που ακτινοβολούσε.
“Δεν έζησα και πολύ μέχρι σήμερα, αλλά τα μικρά παιδιά δεν κινδυνεύουν… ο Θεούλης τα προστατεύει και άμα πάθουν κάτι τα παίρνει στην αγκαλιά του… επομένως μην ανησυχείς και πες στη μαμά να μην κλαίει”
Χρήματα δεν υπήρχαν από την κυρία Παγώνα, και τα χρήματα που μάζευαν κάποιοι φίλοι, σίγουρα δεν έφταναν για κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό, αλλά αυτό δεν ήταν το πρόβλημα, γιατί οι γιατροί στην Ελλάδα είναι αν όχι ανώτεροι των ξένων, τουλάχιστον ισάξιοι.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πως η Μαριάννα έπασχε από μία σπάνια ηπατική ασθένεια και έπρεπε να υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος όσο πιό γρήγορα γινόταν…
Η Μαριάννα άντεχε και με το χαμόγελο της φρόντιζε να μας αγγίζει και να μας καθησυχάζει… Αντί να την παρηγορώ εγώ, με αγκάλιαζε και με παρηγορούσε εκείνη. Ήταν τόσο εξωπραγματικά όμορφη, με τα χρυσά της μακριά ξανθά μαλλιά και τα τεράστια γκρίζα ματάκια της που σε έκανε να μην ξεκολλάς τα μάτια σου από πάνω της. Όταν την ανέβαζα στη μηχανή για να την πάω μία μικρή βολτίτσα μιλούσε ασταμάτητα για το μέλλον. Μιλούσε και όσο μιλούσε εγώ μέσα από το κράνος μου προσπαθούσα να μην καταλάβει πως τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Για να μην καταλάβει πως έκλαιγα, στο γυρισμό άνοιγα το κράνος μου για να στεγνώσει ο αέρας τα μάτια μου.
Το τελευταίο εξάμηνο δεν μπορούσαμε να πάμε βόλτα… βλέπετε η κατάσταση είχε επιδεινωθεί, και την βγάζαμε στο νοσοκομείο. Το πρόσωπο της Μαριάννας δεν φαινόταν ολόκληρο γιατί όταν ερχόταν οι λιγοστές επισκέψεις κάλυπτε τη μύτη και το στόμα με την ειδική μάσκα, για να αποφύγουμε πιθανές λοιμώξεις…
Το μόσχευμα αργούσε…αργούσε πολύ και η Μαριάννα μέρα με την ημέρα έπεφτε και έχανε δυνάμεις…, αλλά παρ’ όλ’ αυτά τα τηλεφωνά μας δεν μας φέρνανε το νέο που περιμέναμε. Οι γιατροί πάλευαν σαν τα σκυλιά με τη Μαριάννα, αλλά το μόσχευμα αργούσε… Με απίστευτη ταχύτητα πλησιάζαμε το ”point of no return’…
Δεν μπόρεσα, ούτε νομίζω πως θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω το τελευταίο χάιδεμα που μου έδωσε με τα υπέροχα μάτια της…
Όσες φορές και αν περνώ από το μικρό σπιτάκι, στη μικρή παράκαμψη στα ανατολικά, στο δρόμο για το ιατρείο μου, ο καφές δεν θα αχνίζει πια, ούτε θα μου ξαναχαμογελάσει η μικρή φίλη μου η Μαριάννα…
Το σπίτι είναι κλειστό… και ο μεγάλος άσπρος σκυλάκος δεν με περιμένει πια κουνώντας πονηρά την ουρά του πίσω από το παλιό πράσινο φορτηγάκι …
Η Μαριάννα ήταν τότε 11 χρονών….
Ας ξεπεράσουμε τα ταμπού και τις φοβίες μας και ας μην αφήσουμε κανένα άλλο παιδί, πιά, να φύγει τόσο άδικα και με ένα τόσο μεγάλο παράπονο στο χλωμό του πρόσωπο!