Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με τρεις αποφάσεις του, απέρριψε τις αιτήσεις της οδοντίατρου Χριστίνας Ιακωβίδου, η οποία ζητούσε να ακυρωθούν αποφάσεις του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου Οδοντιάτρων που της επέβαλαν πειθαρχικές ποινές εξάμηνης προσωρινής παύσης από την άσκηση του οδοντιατρικού επαγγέλματος.
Οι πειθαρχικές ποινές ανάγονται σε παραβάσεις του δεοντολογικού κανονισμού των οδοντιάτρων, λόγω των διαφημιστικών συνεντεύξεων που έδωσε το 2000 η κυρία Ιακωβίδου, σε περιοδικά, αλλά και σε άρθρο που δημοσίευσε σε περιοδικό και πάλι και γινόταν αναφορά σε περιστατικά τα οποία δημιούργησαν αθέμιτο ανταγωνισμό. Οι δημοσιεύσεις συνοδευόντουσαν και από αποκαλυπτικές φωτογραφίες της εν λόγω οδοντιάτρου.
Η κυρία Ιακωβίδου δήλωσε στο δικαστήριο άγνοια για ορισμένα από τα επίμαχα δημοσιεύματα, ενώ έκανε λόγο για έργο συγκεκριμένου αντιπροσώπου οδοντιατρικών μηχανημάτων. Ως προς τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου, υποστήριξε ότι δεν το είχε γράψει η ίδια, αλλά δημοσιογράφος.
Ωστόσο, οι δικαστές δεν δέχθηκαν τους ισχυρισμούς της, ότι οι επίμαχες δημοσιεύσεις που είχαν «ειδικό περιεχόμενο» έγιναν εν αγνοία της, γιατί αν αυτό ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, θα είχε «εκδηλώσει την αντίθεσή της δημοσίως στα αντιδεοντολογικά δημοσιεύματα» όταν πληροφορήθηκε την ύπαρξή τους, πράγμα που όμως δεν έκανε.
Ούτε όμως οι φωτογραφίες της μέσα από το οδοντιατρείο που δημοσιεύθηκαν, αλλά ούτε και οι αναφορές στους διάσημους πελάτες της και οι αμοιβές της για τις εξειδικευμένες οδοντιατρικές εργασίες που παρέχει, μπορούν να δικαιολογήσουν την άγνοια των δημοσιευμάτων, προσθέτουν οι Σύμβουλοι Επικρατείας.
Το ΣτΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δημοσιεύματα επεδίωκαν «με επιδεικτικό τρόπο να διαφημίσει εμπορικώς τις υπηρεσίες της και να καταδείξουν την επιστημονική υπεροχή της έναντι των συναδέλφων της», ενώ προσέβαλλαν την τιμή και την αξιοπρέπεια των οδοντιάτρων, ενώ δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς της για αντισυνταγματικότητα και μη νόμιμη έκδοση των πειθαρχικών αποφάσεων.