Από το κακό στο… χειρότερο εξελίσσεται η εμπορική δραστηριότητα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, καθώς ναι μεν η τουριστική κίνηση έχει αυξηθεί τις τελευταίες ημέρες με το άνοιγμα των πτήσεων, αλλά στα καταστήματα – ακόμα και στην Πλάκα – “δεν πατάει ψυχή”.
Γύρω από την Μητρόπολη Αθηνών στην οδό Πανδρόσου με τα περισσότερα σημεία πώλησης τουριστικών ειδών, κοσμημάτων και παραδοσιακών προϊόντων, οι έμποροι αναφέρουν ότι ο τζίρος τους δεν ξεπερνά τα 30 και 40 ευρώ την ημέρα, όταν μόνο για ενοίκιο πληρώνουν 3.000 και 4.000 ευρώ τον μήνα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε κατάσταση απόγνωσης βρίσκονται οι ιδιοκτήτες καταστημάτων. “Δεν έχουμε καθόλου κίνηση, δεν υπάρχει τουρισμός. Είμαστε 80% κάτω…” περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση καταστηματάρχης της Πλάκας στην κάμερα του Newsit.gr.
“Δεν υπάρχει κίνηση. Οι τουρίστες είναι ελάχιστοι, και όσοι έχουν έρθει δεν διαθέτουν αρκετά χρήματα για να ξοδέψουν” λέει άλλος καταστηματάρχης:
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Δημήτρης Μπελούσης που διατηρεί το μικρό του κατάστημα επί τέσσερις δεκαετίες, αναφέρει ότι η φετινή εικόνα είναι πρωτόγνωρη και ότι δεν περιμένει να σωθεί η κατάσταση τον Αύγουστο, ενώ οι τουρίστες που υπάρχουν λέει ότι δεν είναι τουρίστες που θα ψωνίσουν αλλά νέα παιδιά που επισκέφτηκαν απλά την χώρα μας.
Στις φωτογραφίες αποτυπώνεται η ελάχιστη κίνηση στον συγκεκριμένο πεζόδρομο από σήμερα νωρίς το μεσημέρι. Ελάχιστοι τουρίστες υπάρχουν και αυτοί κάνουν βόλτα χωρίς να ψωνίζουν η να κάθονται στα εστιατόρια της πλάκας.
Η εικόνα δεν θυμίζει σε τίποτα τα περασμένα χρόνια ενώ οι περισσότεροι καταστηματάρχες μιλάνε για ολική καταστροφή και δεν ξέρουν από που να ζητήσουν βοήθεια.
Άδεια εστιατόρια, άδεια καταστήματα με σουβενίρ, εργαζόμενοι με απελπισμένο βλέμμα περιμένουν να μπει κάποιος πελάτης, ενώ τα στενάκια κυριολεκτικά άδεια.
Κάποια καταστήματα δεν άνοιξαν μετά την καραντίνα και παραμένουν ακόμα και σήμερα 2 μήνες μετά κλειστά.
Μεγάλο πλήγμα είναι ότι δεν έχουν ξεκινήσει οι κρουαζιέρες που ήταν το μεγαλύτερο μέρος των τουριστών που πήγαιναν στη πλάκα για ψώνια και βόλτα στην ακρόπολη.
Ρεπορτάζ: Λευτέρης Σουχάιμπ