Απαντήσεις στα μεγάλα γιατί που τους βασανίζουν για το χαμό των δικών τους ανθρώπων ζητούν οι συγγενείς των νεκρών της φονικής φωτιάς στο Μάτι, οι οποίοι κατέθεσαν σήμερα (20.12.2022) στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας. Κατά την διάρκεια της δίκης, οι μάρτυρες περιέγραψαν τον Γολγοθά που βίωσαν καθώς αναζητούσαν τους δικούς τους ανθρώπους.
«Εικόνες Βηρυτού», «δρόμος θανάτου», «κράτος ντροπής», «ζήσαμε τον πόλεμο εν καιρώ ειρήνης». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις φράσεις που χρησιμοποίησαν οι μάρτυρες, κατά την ακροαματική διαδικασίας της δίκης για τη φωτιά στο Μάτι. Και οι περιγραφές τους -ακόμα και τεσσεράμισι χρόνια μετά – παραμένουν συγκλονιστικές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η Παναγιώτα Μαλαίνου έχασε τη μητέρα της κατά τη διάρκεια της φονικής φωτιάς στο Μάτι και οι δραματικές στιγμές που έζησε είναι χαραγμένες στη μνήμη της μέχρι και σήμερα. «Έχασα τη μητέρα μου. Ήταν όπως κάθε καλοκαίρι στο Μάτι. Όταν είδαν τη φωτιά ήταν με την εγγονή της και ξεκίνησαν να φύγουν. Πήγαν σε ένα φιλικό σπίτι για να φύγουν για Αθήνα. Όταν έφτασε η φωτιά πήγαν στην Αργυρά ακτή. Εκεί άρχισαν να έρχονται καύτρες. Ήρθε ένας άνεμος, σαν σκούπα, τράβηξε αρκετούς μέσα…» περιέγραψε η μάρτυρας.
«Πήρα το παιδί – την Ειρήνη – τηλέφωνο, την ρώτησα που είναι η γιαγιά και μου λέει την έχασα μέσα στην αναμπουμπούλα. Έψαχνα όλη νύχτα στον Ερυθρό Σταυρό. Από την απελπισία θεώρησα ότι βγήκε σε άλλο λιμανάκι, δεν θεώρησα ότι μπορεί να έχει παρασυρθεί τόσο μακριά στη Λούτσα. Μου ανακοινώθηκε στις 9 το πρωί ότι είναι νεκρή. Η μαμά επειδή είχε παραμορφωθεί, είχε φουσκώσει, δεν την αναγνώρισα. Γιατί δεν μας είπαν ότι ήταν νεκρή, γιατί έπρεπε να περάσω δύο φορές τη διαδικασία αναγνώρισης; Δεν ξέρω τι να πω στην Ειρήνη που λέει όλη την ώρα “γιατί μας άφησαν”.
Η μητέρα μου κολυμπούσε σαν δελφίνι. Τους μάζεψε ένα καΐκι. Ο καπετάνιος έκανε τεχνητή αναπνοή στην Ειρήνη. Και όσο της έκανε κάρπα η μαμά μου καλούσε σε βοήθεια… Μας άφησαν έρμαια» περιέγραψε η Παναγιώτα Μαλαίνου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Γιατί έπρεπε να ζήσω εκείνη τη νύχτα;»
Σε ό,τι αφορά στην ανιψιά της, την μικρή Ειρήνη, η Παναγιώτα Μαλαίνου είπε στο δικαστήριο: «Δεν ξέρω πώς να σας μεταφέρω τον πόνο της. Ήταν τέσσερις ώρες μέσα στη θάλασσα. Ρωτάει “γιατί μας άφησαν;”. Κάθε χρόνο παίρνω τον καπετάνιο που την έσωσε στη γιορτή του να ευχηθώ. Έσωσε την Ειρήνη, την έφερε ζωντανή. Τι να σας πω για εκείνη τη νύχτα; Για την ανοργανωσιά και το χάος; Όλη νύχτα να ψάχνω ένα άνθρωπο που είχε φύγει από τις 11. Αυτή η ιστορία μας έχει ταρακουνήσει πολύ. Η αδελφή μου δε μπορεί να σταθεί εδώ να σας τα πει. Γιατί κλείσανε οι δρόμοι; Γιατί δεν αφήσανε το δρόμο ανοιχτό να φύγουν οι άνθρωποι; Γιατί αυτοί που μείναμε μέσα και κάηκαν δε έλαβαν βοήθεια; Γιατί έπρεπε να ζήσω εκείνη τη νύχτα; Και να μην αναγνωρίζω τη μάνα μου…».
«Καταστροφές γίνονται. Η διαχείριση μετά είναι το ζήτημα. Περνούσα ανάμεσα στα καμμένα κι έλεγα “είμαι στη Βηρυττό δεν ξέρω”. Έλεγα “πού είναι η μανούλα, δεν μπορεί κάπου θα είναι η μαμά. Γιατί δε γύρισε σπίτι μας;” Δε γύρισε κανένας σπίτι του εκείνη νύχτα. Οι ντόπιοι κατάλαβαν ότι κινδυνεύουν, δεν είπε κανείς τίποτα. Μας άφησαν στο έλεος» τόνισε η μάρτυρας.
«Τα παράθυρα είχαν γυρίσει σαν κουρτίνες»
Ο Ευάγγελος Κωστόπουλος, ο οποίος έχασε τη μητέρα του ενώ ο πατέρας του υπέστη σοβαρά εγκαύματα, περιέγραψε πώς εκείνη την ημέρα βρέθηκε στο σπίτι του, το οποίο καιγόταν. Ο μάρτυρας, όπως είπε, είδε νεκρή τη μητέρα του και έβγαλε μέσα από τις φλόγες τον πατέρα του. «Ήμουν στην εργασία μου. Μίλησα με τον πατέρα μου, μου είπε για το ελικόπτερο. Λέω μην ανησυχείς θα την σταματήσουν τη φωτιά ως συνήθως. Με πήρε η αδελφή μου, τρέχα γρήγορα οι γονείς μας καίγονται. Παίρνω μηχανάκι και πηγαίνω. Δεν σταμάτησα πουθενά. Είχαν καλή γνώση διότι εγώ μεγάλωσα στο Κόκκινο Λιμανάκι. Θεώρησα ότι ίσως από τύχη περάσω. Ήξερα ότι η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν άτομα με ειδικές ανάγκες, ήταν με οξυγόνο» τόνισε.
«Σταμάτησα από τις φλόγες μέσα σε μία κόκκινη πλατεία. Εκεί έμεινα πέντε λεπτά και μετά άνοιξε. Προχώρησα προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Εκεί είδα τον πρώτο καμένο. Ήταν κάρβουνο και είχε κοκαλώσει. Ανέβηκα από το Κόκκινο Λιμανάκι και έφτασα σπίτι. Ήταν τρομακτική κατάσταση. Τέτοιες εικόνες ούτε σε ταινία» είπε επίσης ο Ευάγγελος Κωστόπουλος.
«Η μητέρα μου κάηκε από το θερμικό κύμα»
«Τα αλουμίνια τρέχανε, τα παράθυρα ήταν σαν κουρτίνες. Τα διπλανά σπίτια δε υπήρχαν. Είχαν καταστραφεί. Στο πίσω μέρος ήταν πεσμένη η μητέρα μου και είχε πεθάνει. Η φωτιά ήταν πέντε μέτρα από τη μητέρα μου, κάηκε από το θερμικό κύμα. Προσπάθησα να την πλησιάσω και έπεσα κάτω, έμεινα δέκα λεπτά. Μου είπε ο αρχηγός Πυροσβεστικής ότι εσύ βίωσες τουλάχιστον 300 βαθμούς. Φώναζα στο πατέρα μου, ήταν ξαπλωμένος μέσα στο σπίτι, δεν είχε κλειδιά. Στο σπίτι είχε πολύ καπνό. Ο πατέρας μου ήταν καμένος στα χέρια και πόδια. Μπήκα μέσα και τον τράβηξα. Το μόνο αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό μας και για καλή μας τύχη είχε και κλειδιά στην τσέπη. Αν τα είχε αλλού, τίποτα δεν θα γινόταν. Δύο φορές συναντήσαμε πρόβλημα στην παραλιακή και διαφύγαμε προς Αθήνα. Φτάσαμε μέχρι Μαραθώνος. Είχα πάρει τηλέφωνο το γιο μου και βγήκε στο δρόμο. Πρώτα πήγαμε στο Σωτηρία και μετά Ευαγγελισμό, μόλις τον είδαν, αμέσως τον διασωληνώσανε. Έμεινε δύο μήνες. Όλα ήταν καμένα, χέρια, πόδια. Είναι σε πολύ δύσκολη κατάσταση, θα ήθελε να είχα φύγει» περιέγραψε ο μάρτυρας για τις δραματικές στιγμές που βίωσε.
«Τους στείλανε στο δρόμο του θανάτου»
Ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης, έχασε τον πολυαγαπημένο του γιο του, Παναγιώτη,στη φονική φωτιά. Στη συνέχεια, η γυναίκα του, η οποία μέχρι τότε ήταν υγιέστατη, έφυγε κι αυτή από τη ζωή. «Ήμουν σπίτι με την αείμνηστη σύζυγο μου. Ο γιος μου εργαζόταν και έξι ώρα σχολούσε. Μιλήσαμε, του είπα να προσέχει επειδή είχε φωτιά. Κάποια στιγμή μιλήσαμε και μου είπε ο γιος μου “μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά”. Εκεί ακούστηκε ένας θόρυβος, έπεσε η γραμμή. Υποθέσαμε λόγω φωτιάς έχει κοπεί επικοινωνία» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Μαζί με τη γυναίκα του αποφάσισαν να πάνε να ψάξουν το παιδί τους. «Αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γίνεται. Πήγαμε στο Αστυνομικό τμήμα Νέας Μάκρης, μας είπαν δεν υπάρχει πληροφορία για νεκρούς και θύματα. Αποχωρήσαμε προς την λεωφόρο Μαραθώνος, δεν μας άφησαν να περάσουμε. Μας είπα η κόρη και ο γαμπρός μου ότι φέρνουν επιζώντες σε Νέα Μάκρη και Ραφήνα. Άρχισε ένας Γολγοθάς αναζήτησης. Δυστυχώς δεν βρίσκονταν τίποτα. Μετά από 6-7 ημέρες με κάλεσαν να δώσω DNA και την επόμενη ημέρα μας ανακοινώθηκε ότι βρέθηκε η σορός» εξιστόρησε ο μάρτυρας.
Όπως είπε ο ίδιος «ο γιος μου πρώτα λιποθύμησε από φωτιά και μετά κάηκε. Ο γιος μου οδηγήθηκε σε αυτό το δρόμο – τον έχω ονομάσει δρόμου θανάτου – από τις αρχές. Είναι ένας δρόμος που δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις. Η αείμνηστη σύζυγός μου δεν είχε πρόβλημα υγείας, αλλά από την εκείνη την ημέρα κλείστηκε στον εαυτό της και μετά από κάποιο καιρό έπαθε καρδιακή προσβολή και για αυτό δεν είναι εδώ».
«Έκανα ό, τι μπορούσα να σώσω τη μητέρα μου»
Ο Παναγιώτης Μανέτας, έκανε ότι μπορούσε εκείνη την ημέρα. Όπως περιέγραψε: «Η γυναίκα μου ήταν ΑΜΕΑ κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Υπήρχε μία γυναίκα γνωστή μου, στο Νέο Βουτζά, που μας φιλοξένησε επειδή δεν είχαμε πού να μείνουμε. Όλα τα χρήματα τα ξόδεψα για την αρρώστια της γυναίκας μου που είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Μου είπε η γυναίκα που μας φιλοξενούσε να φύγουμε όταν έπιασε η φωτιά στην Πεντέλη. Της λέω ας περιμένουμε. Στο μεταξύ βλέπω δύο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Μου έκαναν με το χέρι νόημα να φύγω. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20-30 μέτρα από το σπίτι. Λέω πάμε να φύγουμε. Βάζω τη γυναίκα μου στο αναπηρικό καρότσι, μου φωνάζει η γυναίκα που με φιλοξενούσε “δεν μπορώ να περπατήσω”. Ήρθε ένας ιδιώτης με φορτηγάκι, λέει “έλα να σας πάρω”. Θα βάλω τη γυναίκα σου πίσω στην καρότσα. Πήγαμε να την σηκώσουμε».
Και συνέχισε: «Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στη γυναίκα φύγε με το φορτηγάκι. Άρχισα να καίγομαι σε όλο το σώμα. Λέω πρέπει να σώσω γυναίκα μου. Την έπιασα από τα χέρια, την τράβηξα. Την πήγα σε ένα σπίτι και την προφύλαξα εκεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Προσευχήθηκα. Μου έφερε ο Θεός δύο αγγέλους, εκτός υπηρεσίας, ήρθαν εκεί μας βρήκαν και μας έσωσαν. Αυτοί έσωσαν 20 με 30 άτομα. Δυστυχώς, δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε τη γυναίκα μου. Ήμουν μιάμιση με δύο ώρες. Ήρθε αυτοκίνητο της πυροσβεστικής, έσωσα τη γυναίκα μου, αλλά είχε εισπνεύσει καπνό. Έζησε 4 ημέρες και πέθανε. Εγώ έμεινα στο νοσοκομείο τρεις μήνες. Δυστυχώς δεν υπήρχε κανείς να μας πει τι να κάνουμε. Ευτυχώς πιστεύω στο Θεό και με έσωσε. Μία ενημέρωση, κάτι, δεν υπήρχε, μας αφήσανε. Η φωτιά δεν με είχε αγγίξει. Τα θερμικά αέρια. Δεν έχασα τη ψυχραιμία και έτσι σώθηκα. Ζητάω δικαιοσύνη για την αμέλεια και ζητάω να μη συμβεί αυτό ξανά ποτέ».
«Η μητέρα μου πέθανε σαν ποντίκι στη φάκα»
Ο Έκτωρ Διαμαντίδης έχασε την πολυαγαπημένη μητέρα του η οποία ήταν η χαρά της ζωής όπως είπε. «Η μητέρα μου ήταν η χαρά της ζωής. Την ημέρα που την έχασα με αυτόν τον τρόπο έχασα τη χαρά της ζωής. Δυστυχώς κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της που φέρει το όνομα της και στην κόρη τη δυνατότητα να γνωρίσει τη γιαγιά της. Άκουσα για φωτιά στην Κινέτα και θεώρησα ότι θα κατασβεστεί. Όταν άκουσα για φωτιά στην Καλλιτεχνόπουλη ανησύχησα. Γύρω στις επτά παρά είκοσι βρήκα τη μαμά μου, άκουσα ένα ουρλιαχτό «Έκτορα τρέχω να σωθώ, καίγομαι». Κατάλαβα ότι βρισκόταν σε κίνδυνο. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον πατέρα και τον πατριό μου, δεν τα κατάφερα. Δεν κατάφερε να επικοινωνήσω ούτε με πυροσβεστική και αστυνομία. Κάποια στιγμή βρήκα τον πατριό μου. Μου είπε να φανώ ψύχραιμος, μου είπε ότι η μητέρα μου δεν τα είχε καταφέρει. Δεν το πίστευα, του έλεγα δώσε μου τη μητέρα μου. Έπαθα κρίση πανικού.
Προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με τον πατριό μου, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη, τα είχε χαμένα. Πήγαμε προς τη Νέα Μάκρη. Δεν είδα την πυροσβεστική ή άλλη υπηρεσία που να καθοδηγηθεί κατοίκους. Ο θείος μου, με τις ξαδέλφες μου, προσπάθησαν να προσεγγίσουν το σπίτι. Ανέβηκαν στο σπίτι που φλεγόταν και δεν μπορούσαν να μπουν μέσα. Γύρω στις 4 τα ξημερώματα πήγαμε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Μάκρης για να δηλώσουμε τη μητέρα μου αγνοούμενη… Την ώρα που φτάσαμε στην οικία ένα κομμάτι ακόμη μισοκαιγόταν, κεραμίδια σπασμένα, δέντρα καμένα, ένα σπίτι που φλεγόταν ακόμα. Ο πατριός μου κατευθυνόταν προς το σαλόνι. Εγώ τα είχα χαμένα, απλά ακολουθούσα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ο πατριός μου να ουρλιάζει στο θείο μου, η μητέρα μου ήταν στην κουζίνα, έχω κενό μνήμης. Έμαθα ότι ούρλιαξα και με άρπαξαν να βγω έξω».
Ο μάρτυρας περιέγραψε πως κάποιος από το πλήρωμα του ΕΚΑΒ που κατέφθασε στο σημείο είπε χαρακτηριστικά «όχι ρε γ… είναι ο τέταρτος νεκρός που βλέπω σήμερα». «Το να βλέπεις τη μητέρα σου πάνω στη σακούλα δεν είναι και το πιο ευχάριστο. Η κατάσταση στο Γουδί ήταν απελπιστική, εκεί μου είπαν πως έχει μεταφερθεί, στην ιατροδικαστική υπηρεσία στο Σχιστό, παίζανε “μπαλάκι” με τους νεκρούς μας. Είναι 11 παιδιά που έχουν πεθάνει που σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Τη μητέρα μου μία εβδομάδα μετά μου είπαν να μην την δω καλύτερα διότι βρισκόταν εκτός ψυγείων. Η μητέρα μου πέθανε σαν ποντίκι μέσα στη φάκα, μέσα στο σπίτι, στο Μάτι, εκείνη την νύχτα ήμασταν μόνοι μας. Όταν η μητέρα μου ούρλιαζε, ο κατηγορούμενος που βρίσκεται ενώπιον σας είχε πάει για καφέ το με δεσμό του. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις αστυνομικές δυνάμεις, την πυροσβεστική και το κράτος.
Ο πατριός μου συνάντησε στη λεωφόρο Μαραθώνος ένα πυροσβέστη που μετέφερε ηλικιωμένες. Του είπε να πάει να την βοηθήσει. Του είπε πως δεν μπορεί. Μετά από ημέρες, τον είδαμε και μας είπε “γιατί δεν είπες ότι ήταν η Τάνια να έρθω να την σώσω…”» περιέγραψε ο μάρτυρας.
«Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το μυαλό μου»
Ο Γεώργιος Καΐρης, σύζυγος της Τάνιας, περιέγραψε στο δικαστήριο τι προηγήθηκε του τραγικού χαμού της γυναίκας του και τι ακολούθησε. «Γύριζα από τη δουλειά περίπου 4.15 με 4.30. Είδα ένα πυροσβεστικό που έστριβε. Σταμάτησα σε ένα φούρνο να πάρω ψωμί. Μου λέει ο Βασίλης, ο φούρναρης, μη στεναχωριέσαι, θα την σβήσουν. Η Τάνια είχε ανοικτή την τηλεόραση. Παρακολουθούσε. Μου είπε “πάμε να φάμε μέσα στην τραπεζαρία”. Κάτσαμε και φάγαμε. Δίπλα μεσοτοιχία υπάρχουν δύο σπίτια. Κάποια στιγμή, ο Αντώνης, ο γείτονας μας, προσπαθούσε να βάλει μία γεννήτρια που μπορεί να γυρίσει τα νερά από την πισίνα, ως πυρόσβεση. Έκανα πλάκα στη γυναίκα μου. Πέντε και είκοσι της λέω ντύσου. Θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε ακούσει σειρήνα, τίποτα. Πήγα πάνω στο σπίτι τελικά. Υπήρχε πυκνός καπνός» εξιστόρησε ο μάρτυρας.
«Εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με δύο ηλικιωμένους και ένα σκύλο και τους βοήθησα. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ένας νεαρός που μας λέει “φύγετε έρχεται φωτιά”. Γυρνάω στο σπίτι σε πολύ λίγο χρόνο. Βάζω το αυτοκίνητο μέσα στο γκαράζ. Λέω στους γείτονες “φεύγουμε, καιγόμαστε!”. Βάλανε οι γείτονες μας ένα βρέφος τριών μηνών μέσα στο αυτοκίνητο και φύγανε. Ο Αντώνης λέει στη νύφη του πάμε στη θάλασσα. Ευτυχώς η νύφη του στο δρόμο έστριψε αριστερά και σώθηκε. Λέω της Τάνιας, φεύγουμε. Φωνάζω τα σκυλιά. Με το που τα φωνάξαμε μπήκαν μέσα. Την έπιασα από χέρι “πάμε να φύγουμε”. Μου λέει “Γιώργο βγάλε το αυτοκίνητο, θα μπω μέσα να πάρω πράγματα, ταυτότητα, κοσμήματα κλπ”. Βγάζω το αυτοκίνητο. Μπαίνω σπίτι αρχίζω να φωνάζω. Την ώρα που κατέβαινα συνειδητοποιώ ότι έχουν πάρει φωτιά τα πάντα. Κατεβαίνω από την μία πλευρά να πάρω λάστιχο, δεν υπήρχε, πάω από την άλλη πλευρά, είχε, μέχρι εκεί γινόταν επιλογή, ποιος θα έχει νερό και ποιος όχι. Αφού κάνω και δεύτερη απόπειρα, η είσοδος μας κάνει ένας S κυκλικό, δεν μπορώ να περάσω με καίει το θερμικό φορτίο, δεν ξέρω τι να κάνω, έχω εικόνα ότι κάνω βήματα στον αέρα, η φωνή μου δεν έβγαινε, λέω τι κάνω;» εξιστόρησε ο μάρτυρας για τις δραματικές ώρες που βίωσε.
«Αυτό που σκέφτηκα είναι να μπω στο αυτοκίνητο και να πάω να ζητήσω βοήθεια. Όταν φτάνω στη διασταύρωση συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως. Την ώρα που φτάνω στον πυροσβεστικό σταθμό στη Μαραθώνος συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχει τίποτα. Λέω να πάω στα ξαδέλφια της. Όντως βρήκα ξάδελφό της. Του λέω πάτα το γκάζι. Κάνει αναστροφή, και σταματάει. Εγώ πηγαινοέρχομαι σαν τον τρελό. Είναι δίπλα μου ένας κύριος και του λέω “μου δίνεται τηλέφωνο να πάρω γυναίκα μου;”. Παίρνω τηλέφωνο και της λέω “είμαι από κάτω, θα ανέβω να σε πάρω”. Από τη σαστιμάρα μου της λέω “ρίξε νερό” αν και ήξερα ότι είχε κοπεί. Της λέω “μη φοβάσαι”, της έδωσα το λόγο μου, “μη φοβάσαι θα ανέβω να σε πάρω”. Πως μπορείς να ζεις όταν έχεις δώσει τον λόγο σου στον έρωτα της ζωής σου και δεν τον κράτησες. Δεν ξέρω πώς ζω, πώς υπάρχω» είπε ο Γεώργιος Καΐρης.
«Στον πανικό η Τάνια πήρε ξανά άνθρωπο τηλέφωνο. Της λέει βρέξε κάτι, ρίξε το στο πρόσωπο σου και στην τελική μπες μέσα στο ψυγείο. Κάποια στιγμή την πήρα ξανά. Δε θυμάμαι τι της είπα, τι μου είπε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα βανάκι, το σταμάτησα κλαίγοντας, ουρλιάζοντας, του λέω “βοήθησέ με, είναι η γυναίκα μου, ζει, πάμε να την πάρουμε”. Και μου λέει “εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά” και σηκώνεται και φεύγει» περιέγραψε ο μάρτυρας για την αναλγησία κάποιων – όπως είπε ο ίδιος – εκείνες τις κρίσιμες ώρες.
Σε αντίθεση κάποιοι άλλοι ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. «Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν δύο εθελοντές και ανεβήκαμε στο σπίτι. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν υπήρχε ούτε πυροσβεστικό, ούτε αστυνομία μόνοι ήμασταν. Την ώρα που αντικρίσαμε το σπίτι ακόμα καιγόταν. Άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Υπάρχει διάδρομος. Δεξιά και αριστερά είναι κουζίνα. Εκείνη τη στιγμή σταματήσαμε στο διάδρομο. Φώναξε ο πρώτος “κάνε πίσω, έχουν τελειώσει όλα”. Τι έχει τελειώσει; Δε ξέρω. Έχω αρχίσει ουρλιάζω και κλαίω, με αρπάζει από πίσω πυροσβέστης και με βγάζει έξω. Εγώ ήθελα να γυρίσω. Με άρπαξαν και με έβαλαν στο πυροσβεστικό, ήταν οι μόνοι που με συλλυπήθηκαν. Μπήκαμε, δεν είμαι ειδικός, δεν έπρεπε να πάει να την αρπάξει εάν είχε σφυγμό; Η Τάνια ζούσε μία ολόκληρη ώρα. Η Τάνια είπε “ξέρω ότι θα πεθάνω, καίγονται τα πάντα”. Πώς ζεις; Που έδωσα το λόγο μου ότι θα πάω να πάρω τη γυναίκα μου και δεν υπήρχε κανένας να με βοηθήσει. Ήμουν σε σοκ. Με πήρε ξάδελφός της και πήγαμε σπίτι του. Το χειρότερο, πρέπει να απαντήσω στο παιδί μας, να του πω τι, τι να του πω, ότι η μάνα σου κάηκε, δεν ζει… Όταν με πήρε ο Έκτορας του είπα “θέλω να είσαι δυνατός η μαμά κάηκε”. Εισέπνευσε αιθάλη και είχε εγκαύματα. Επειδή έμεινε αβοήθητη μια ώρα. Επειδή κάποιοι είχαν πάει με φιλενάδες τους βόλτα και πίνανε καφέ. Με πήρε τηλέφωνο και ο αδελφός της ο μικρός που τον είχε μεγαλώσει η Τάνια. Τι να του πω; Λέει ο Έκτορας πάμε να την δηλώσουμε αγνοούμενη. Πήγαμε στην αστυνομία μας είπαν να πάμε στην πυροσβεστική. Είπαμε τα τηλέφωνα ήταν ανοικτά. Μας είπαν χρειάζεται εισαγγελική παρέμβαση για να εντοπιστεί το σήμα. Πήγαμε στην πυροσβεστική. Μας είπαν πως εκεί δεν υπήρχε κανένας, περάσαμε. Στις 9:30 ήμουν ο πρώτος που μπήκε σπίτι. Δέκα η ώρα υπήρχαν τρεις εθελοντές και πηγαίνανε πόρτα-πόρτα. Η Τάνια στις 10 ήταν νεκρή. Εντοπίσαμε εικόνες πολέμου. Εν καιρώ ειρήνης έγινε πόλεμος, από ανυπαρξία του κράτους μας αφήσανε να καούμε» τόνισε ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε, μπήκαν στο σπίτι και βρήκαν την Τάνια.
«Πρώτος, εγώ, πίσω ο Έκτορας και πιο πίσω ο Γιώργος Αναστασίου. Αντικρίσαμε αυτό εδώ (δείχνει φωτογραφία). Εδώ ήταν πεσμένη Τάνια. Ο έρωτας της ζωής μου. Ζούσε επί μία ώρα και κατέληξε εδώ μόνη κι αβοήθητη. Προσπάθησα να προστατέψω το παιδί μας και είπα στον Αναστασίου “πιάσε τον Έκτορα”. Πώς ένα παιδί μπορεί να αντικρίσει τη μάνα του πεθαμένη; Βγήκαμε έξω κλαίγοντας, ουρλιάζοντας. Εμφανίστηκε πυροσβεστικό τους είπα ότι έχουν τελειώσει όλα. Εμφανίστηκε γιατρός του ΕΚΑΒ, του έκαναν νόημα πυροσβέστες “έχουν τελειώσει όλα”. Ήταν ο μοναδικός που είδα να κλαίει και να λέει “δε γίνεται είναι ο τέταρτος που βρίσκω σήμερα…”. Τι βλέπεις κυρία πρόεδρε; Ένα κίτρινο σάκο, να μεταφέρουν τη σορό του ανθρώπου σου σε κίτρινο σάκο. Λέω αφήστε με θέλω να την φιλήσω. Ό, τι χειρότερο να ανοίξεις ένα φερμουάρ, ο ήχος του οποίου τρυπάει το κεφάλι μου, και να πρέπει να αγγίξεις τα παγωμένα χείλη του ανθρώπου σου. Με αφήσανε…» περιέγραψε επίσης ο μάρτυρας.
Ολοκληρώνοντας την κατάθεση του ο μάρτυρας διάβασε ένα ποίημα προς τιμήν της συζύγου και έδειξε ένα σακουλάκι με το καμένο ρολόι της στο δικαστήριο.
Η δίκη για τη φονική φωτιά στο Μάτι συνεχίζεται αύριο, Τετάρτη (21.12.2022).