Καταθέσεις ψυχής που κάνουν, όσους δεν έζησαν τη μεγάλη φωτιά στο Μάτι να ανατριχιάζουν. Καταθέσεις για την κόλαση εκείνης της ημέρας, του απογεύματος της 23ης Ιουλίου 2018 καθώς η δίκη για την εθνική τραγωδία, συνεχίζεται.
Τέσσερις άνθρωποι που έχασαν στη φωτιά στο Μάτι γονείς, αδέλφια, παιδιά, κατέθεσαν σήμερα (16.12.2022) στη δίκη, ενώ έγινε γνωστό ότι επιδικάστηκε αποζημίωση 300.000 ευρώ σε συγγενείς θύματος από τον Νέο Βουτζά.
«Δε θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στο νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δε θα περάσει ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι αβοήθητοι. Κι εγώ με τη μητέρα μου κατά τύχη ζω. Ποτέ δεν είχε περάσει η φωτιά, δυστυχώς αυτή τη φορά μας έκαψε τα πάντα».
Με αξιοπρέπεια και ψυχικό σθένος, η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε την οικογένεια της, στο Μάτι, τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της, ενώ η ίδια και η κόρη της σώθηκαν κατά τύχη, κατέθεσε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, ζητώντας δίκαιη απόδοση ποινικών ευθυνών στους υπευθύνους.
«Ήμασταν στο σπίτι στο Μάτι. Εγώ ήμουν με την κόρη μου. Εγώ θα έφευγα το απόγευμα έτσι και αλλιώς. Είχαμε ακούσει για φωτιά στην Κινέτα και κάποια στιγμή ακούσαμε και για Καλλιτεχνούπολη. Εγώ θα έφευγα γύρω στις 7. Η μητέρα μου και η αδελφή μου επέμεναν να φύγω νωρίτερα. Τελικά πήρα την κόρη μου και φύγαμε στις 6 παρά 5… Βγήκα στη Μαραθώνος με κατεύθυνση προς Αθήνας. Στην είσοδο προς Νέο Βουτζά είδα δύο υδροφόρες. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στη Μαραθώνος ήταν σαν να φεύγαμε μόνες μας» περιέγραψε η μάρτυρας.
Ενώ η κυρία Αβραμίδου κατέθεσε πως ενώ η ίδια είχε φτάσει ήδη σπίτι, στις 6:15 μίλησε με την αδελφή της. «Ήταν σε πανικό, έκλαιγε φοβόταν ότι θα καεί σπίτι μας. Μιλάω μετά με τη μάνα μου, “η Κάτια είναι σε απόλυτο πανικό, μην την πάρεις ξανά” μου είπε. Στο τελευταίο τηλεφώνημα μου, η μητέρα μου μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, μου είπε “είναι μπροστά μου φλόγες”. Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Παίρνω ξανά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανένα τους» περιέγραψε η μάρτυρας για εκείνες τις δραματικές ώρες.
Στη συνέχεια, άρχισε ο Γολγοθάς της για την αναζήτηση της οικογένειας της. «Κάποια στιγμή μιλάω με κάποιον Πυροσβεστική. Λέω έχω 4 ανθρώπους στη λεωφόρο Δημοκρατίας που δεν ξέρω που είναι τώρα. Στο μεταξύ, οι κουμπάροι που ερχόταν σε εμάς, πηγαίναν στη Λούτσα και είχαν χαθεί με τους δικούς μου. Μετά ακούμε στην τηλεόραση ότι κάποιους τους πάνε στα νοσοκομεία. Αποφασίσαμε να σκορπιστούμε μήπως πάμε εκεί. Εγώ πήγα στο ΚΑΤ. Μπαίνοντας ξανά στο αυτοκίνητο ακούω ότι κάποιοι φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Μάλιστα πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες, μήπως έχουν βραχεί, ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί.
Ζήτησα μήπως μπω σε μία βάρκα να τους βρω. Με πήρε ο γιος μου, “μαμά σε βλέπω στην τηλεόραση μην κάνεις κάτι επικίνδυνο για σένα”. Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας» περιέγραψε η μάρτυρας.
Ωστόσο η κυρία Αβραμίδου είχε να διαχειριστεί και το γεγονός ότι ο άλλος της ανιψιός βρισκόταν εκτός Αθηνών. «Ο άλλος μου ανιψιός ήταν στην Κρήτη, έζησε από τύχη. Ήρθε με την πρώτη πρωινή πτήση. Φύγαμε να πάμε μέσα στο Μάτι, μήπως κάτι βρούμε. Αντίκρυσα ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν ασύλληπτη η εικόνα. Το σπίτι ήταν ολοσχερώς καμένο. Πάω προς Κόκκινο Λιμανάκι. Ήταν μία μάζα με αυτοκίνητα καμένα. Το ένα πάνω στο άλλο δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ο ανιψιός μου βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα αλλά εκείνους πουθενά.
Έμαθα για DNA. Πάμε στο Γουδί, δίνουμε. Είχα ένα παιδί, τον Δημήτρη, σπίτι, που δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω “τι κάνεις;”, “Τίποτα, να δω τι έχουν νιώσει”. Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και οι 4 και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό. Βρήκαμε μόνο δύο τάφους, βάλαμε την αδελφή μου και γαμπρό μου μαζί και μητέρα με ανιψιό. Από τη μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε και χωρίς την οικογένεια και και με ένα παιδί ορφανό» είπε η μάρτυρας.
Επόμενος μάρτυρας κατέθεσε ο ανιψιός της κυρίας Αβραμίδου, Δημήτρης Κατσουλάκης.
Ο νεαρός που μέσα σε ένα απόγευμα έχασε όλη την οικογένεια του, άρχισε την κατάθεση του, λέγοντας πως «ήταν τύχη που δεν ήμουν εκεί. Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στη Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω “εσείς καλά;”. Μου απαντάει, “ναι”. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου, δεν απαντούσαν. Κατά τις 6:30 με παίρνει τηλέφωνο η νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί.
Με πήρε τα ξημερώματα, τελικά, η θεία μου και μου λέει ότι πρέπει να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένεια μου αγνοείται» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Ο τότε 17,5 ετών νέος πήγε στο Μάτι την επόμενη της καταστροφής για να ψάξει την οικογένεια του. « Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και ένα φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα μετά από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητα τους. Τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Τελικά, την απάντηση την πήρα από το DNA. «Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν οι γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε, απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεκτώ γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν, ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Ήταν μόνοι τους, εγώ έπρεπε να συνεχίσω» είπε κλείνοντας την κατάθεση του ο νεαρός.
Νωρίτερα, στο δικαστήριο κατέθεσε στο δικαστήριο η Aνδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε το γιο της τους γονείς της και τον αδερφό της.
«Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή πάνω από σαράντα χρόνια. Είναι τραγικό να βρίσκεσαι πάνω σε ένα με τραγικό άξονα και να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα. Αν έχετε διαβάσει ηχητικό Ματθαιόπουλου- Λιοτσου…» κατέθεσε η μάρτυρας.
Σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά τόνισε ότι η φωτιά έπιασε την οικογένεια της στον ύπνο. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη “φωτιά”. Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα… Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει το δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις 23:30 τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε… Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν 26 άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει.
Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα, έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό, υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδερφό μου.
Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί» κατέθεσε, κλαίγοντας, η μάρτυρας.
Ακόμα και σήμερα, 4,5 χρόνια μετά, η μάρτυρας διερωτάται γιατί. «Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε» τόνισε, κλείνοντας την κατάθεση της.
Στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο πατέρας του παιδιού της κύριας Καλεγιαννάκου, Αναστάσιος Αλεξόπουλος.
Όπως είπε το μυαλό του δεν πήγε κατευθείαν στο κακό όταν άκουσε για φωτιά. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο… Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα.Π ου ζούμε, σκέφτηκα» κατέθεσε ο μάρτυρας.
Όπως είπε την επόμενη μέρα που πήγε στο Μάτι αντίκρισε σεληνιακό τοπίο. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα… Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό… Ήταν 150 πτώματα σε κίτρινες σακούλες. “Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας“. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη» είπε ο μάρτυρας επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια.
«Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;» είπε ο κ. Αλεξόπουλος.
Αποζημίωση 300.000 ευρώ
Την ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου για καταβολή χρηματικής αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς θύματος της φωτιάς στο Νέο Βουτζά αναγνώρισε σε απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Συνολικά το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει 300.000 ευρώ στους πέντε ενάγοντες για το θάνατο 77χρονης συγγενούς τους στο Νέο Βουτζά.