Η Σοφία και η Βασιλική, οι δίδυμες αδελφούλες, ο Φίλιππος και η Σοφία, οι παππούδες τους, έφυγαν αγκαλιασμένοι στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου κατά τη διάρκεια της φονικής φωτιάς στο Μάτι.
Στο σημείο στο Μάτι, όπου εντοπίστηκαν 26 σοροί ανθρώπων που έτρεξαν να βρουν δίοδο προς την παραλία αλλά δυστυχώς τους πρόλαβε η φωτιά.
Σήμερα, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, η μητέρα των δίδυμων κοριτσιών, Γεωργία Ξυραφάκη περιέγραψε τις ώρες και τις ημέρες αγωνίας μέχρι τελικά να ταυτοποιηθούν οι σοροί των παιδιών της και των πεθερικών της. Και όχι μόνο αυτό, έζησε και την απανθρωπιά εκείνων που μέσα στο βράδυ έπαιρναν τηλέφωνο και τους έλεγαν πως έχουν τα παιδιά τους.
«Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήμουν με τα ανήλικα τέκνα μου και τα πεθερικά στη Νέα Μάκρη. Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 έπρεπε να γυρίσουμε προς Αθήνα γιατί έπρεπε τα πεθερικά μου να κάνουν κάτι υποχρεώσεις. Γυρίσαμε Αθήνα, φτάσαμε στο σπίτι μας στην Καλλιθέα και αφού κάνανε τις δουλειές που είχαν, έφυγαν και κατευθυνθήκανε στη Νέα Μάκρη σε μία οικία που μίσθωναν. Ήταν όλα ήσυχα. Τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά μου ετοιμάζονταν να γυρίσουν στη Νέα Μάκρη. Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε», είπε η κυρία Ξυραφάκη στην έναρξη της κατάθεση της.
Από εκεί και πέρα άρχισε η αγωνία. «Μίλησα επτά παρά με την κουνιάδα μου. Μου είπε ότι μίλησε με την μητέρα της και είναι στο δρόμο. Με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι είχαν επικοινωνία. Πήρα τηλέφωνο τον σύζυγό μου να τον ρωτήσω που βρισκόταν και του είπα πως “οι γονείς σου και τα παιδιά μας έχουν ξεκινήσει για Νέα Μάκρη”. Μου λέει “εντάξει έρχομαι κι εγώ σπίτι”. Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγος μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με την μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχαν φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε την αστυνομία και τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγος μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω», περιέγραψε η μάρτυρας.
Η προσπάθεια του συζύγου της απέβη άκαρπη
«Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είναι στο δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω “σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα”. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαμε μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ» είπε η μάρτυρας, συνεχίζοντας «Ξεκινήσαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».
Το βίντεο
Μία από τις χειρότερες στιγμές για την μάρτυρα ήταν όταν είδε ένα βίντεο με δύο κοριτσάκια που μοιάζανε στα παιδιά της αλλά και στη συνέχεια όταν επιτήδειοι έπαιρναν τηλέφωνο το σύζυγο της και του έλεγαν απρέπειες. «Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό όπου είχαν τις σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Είμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς Alpha που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονται τα κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε “θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει”. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα. Εγώ πήγα στο δημαρχείο της Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε το τηλέφωνο του συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγε “τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό”, άλλοι μας έλεγαν “ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν”. Λέγαμε “αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή», είπε η μάρτυρας.
Δυστυχώς η συνέχεια για τη μάρτυρα και τα παιδιά της ήταν τραγική. Ακόμα ωστόσο και μετά την ταυτοποίηση των διδύμων δεν σταμάτησε η ταλαιπωρία της.
«Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με τα πεθερικά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδέψουμε στις 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε», τόνισε η μάρτυρας.
Όπως είπε απαντώντας σε ερωτήσεις της υποστήριξη της κατηγορίας προς το Μάτι ήταν αναγκαστική. «Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς Αθήνα», τόνισε η μάρτυρας.
«…υπέροχη άμορφη μάζα…»
Ο πατέρας των κοριτσιών, Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής και ο γιος του Φίλιππου και της Σοφίας, όπως είπε στην έναρξη της κατάθεση τους, περιέγραψε στην κατάθεση του τις αγωνιώδεις προσπάθειες για την ανεύρεση των δικών του ανθρώπων. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και το λιμάνι Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και κόκκινο λιμάνι. Κάνανε προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανένα. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε αστυνομία, πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα», είπε ο μάρτυρας.
Ο πατέρας των διδύμων περιέγραψε πως κατέληξαν να δώσουν DNA περιγράφοντας: «Πήγαμε μαζί στην Ανάβυσσο, εννέα και τέταρτο με πήραν από πυροσβεστική. Μου λέει τους έχω ελέγξει, στους ζωντανούς δεν είναι, ψάξε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδί. Τρέχουμε στο Γουδί, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Έδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα, δυστυχώς έχω το τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα…Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω γονείς μου, ήξερα ότι θα πεθαίναμε για να ζήσουν κορίτσια, μας έκαναν εντύπωση με αγνώστους, υποθέσαμε πως θα είχανε πάθε σοκ. Πήγαμε στο λιμενικό για να δείξουμε πλάνο. Αν έχει γίνει καταγραφή. Ξεκίνησε το λιμενικό διαδικασίες, απελπισμένος είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο, με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και πατέρα μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουν με DNA», τόνισε ο μάρτυρας.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για το χαμό των δικών του.
«Εάν εκείνη ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Αν σε ανακουφίζει αυτό μου είπαν τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πεθάνανε νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς που κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκαταλείψανε. Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, ρίξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Παίρνουμε το τηλέφωνο που μας είπαν πως είναι οι γονείς μας. Λέμε αυτά άρα ανάμεσα θα είναι τα κορίτσια…» είπε συγκινημένος και πρόσθεσε: «Μου λέει πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησε γυναίκα εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσαμε τα κορίτσια…Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποιήσαμε ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά…Του είπα να σφραγίσαν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγιζαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσαν να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι…Ζήτησα αυτό», περιέγραψε ο μάρτυρας και είπε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του : «σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά. Εκεί είπα είσαι μάγκας. Χάρη στη σύζυγο μου και την αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχε την ψυχραιμία και πήγε προς τη θάλασσα. Έγινε αυτό με τα νεκρά κορίτσια και εγκλωβιστήκανε, αν έμεναν μες στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω, τα κορμιά τους».
Η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, δείχνοντας στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ότι είχε μείνει από τη μητέρα της, είπε στην κατάθεση της, ότι βρήκε το κουράγιο και πήγε στο χωράφι που κάηκαν οι δικοί της. «Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα…Ο πατέρας μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει (κλαίει)…Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο» τόνισε η μάρτυρας εμφανώς συγκινημένη.
Η Βαρβάρα Γεωργακοπούλου περιέγραψε στο δικαστήριο ότι δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να αφήνεις πίσω τη σορό του δικού σου ανθρώπου. Η μάρτυρας έχασε το σύζυγο της ο οποίος δεν τα κατάφερε. Μέχρι τις 12 το βράδυ έμεινε δίπλα του. «Κάποια στιγμή στις 12 μου λένε αυτή είναι η τελευταία βάρκα…Δεν μπορώ να τον αφήσω τους λέω. Μου λεει δε γίνεται να μείνετε έχουμε εντολή να εκκενώσουμε την ακτή. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να φεύγεις και να αφήνεις πίσω άνθρωπο σου ένα νεκρό. Ήταν γυμνός όπως σηκώθηκε από κρεβάτι με ένα σορτσάκι. Τους πήγα προσωπικά του αντικείμενα και αναγνωρίστηκε μετά από 13 ημέρες, άλλος θάνατος για μένα. Δεν ξέρω τι παρέλαβα, από ό, το μου είπαν ήταν ένα φέρετρο πούπουλο», τόνισε η μάρτυρας.
Η Ειρήνη Ορφανού κατέθεσε για την απώλεια της αδελφής της. «Ήρθα να καταθέσω για την απώλεια της αδερφής μου. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν πολλές φωτιές αλλά επί της Μαραθώνος πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά. Υπήρχε μια τάξη. Εκείνη την ημέρα η αδερφή μου ήταν μόνη της .Εγώ έκανα την τελευταία μου χημειοθεραπεία και ήμουν στην Αγία Παρασκευή. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πάει να τη βοηθήσει. Κατέβηκε τα σκαλιά και εκεί έμεινε. Ήταν καμένη, ήταν συγκλονιστικό θέαμα. Έφτασε ο ανιψιός του με γυναίκα του και τα είδανε όλα. Αυτό που έγινε με μάτι δεν είχε γίνει ξανά ποτέ», τόνισε η μάρτυρας.