Βαρύ κατηγορώ εξαπέλυσε ο Αριστείδης Χερουβείμ, ο οποίος στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έχασε τη μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες ανιψιές του, για τις ευθύνες της πολιτείας, των πολιτικών προσώπων, της αστυνομίας και του δασαρχείου για όσα συνέβησαν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018.
Ο μάρτυρας, παρίσταται στην υπόθεση της πυρκαγιάς στο Μάτι προς υποστήριξη της κατηγορίας, μόνο για τη μητέρα και την αδελφή του, καθώς αν και είναι ο μοναδικός συγγενής των δύο κοριτσιών που χάθηκαν, δεν έχει δικαίωμα παράστασης λόγω του τρίτου βαθμού συγγένειας (ο νόμος επιτρέπει για πρώτο και δεύτερο βαθμό), με τον ίδιο να εκφράζει την ενόχλησή του γι’ αυτό στο τέλος της κατάθεσής του.
Καταθέτοντας κατά τη σημερινή (σ.σ. 31.07.2024) συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, ο κ. Χερουβείμ αναφέρθηκε στην ολιγωρία των υπευθύνων κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη φονική πυρκαγιά.
«Καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει…»
Ο μάρτυρας περιέγραψε πως τα συγγενικά του πρόσωπα έφυγαν από τη ζωή λίγο πριν τις επτά το απόγευμα, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους στην περιοχή «Ζούγκλα» και τόνισε πως αν είχαν ενημερωθεί για την πορεία της φωτιάς θα είχαν γλυτώσει.
«Η οικογένειά μου και στις έξι και στις έξι και τέταρτο να είχε ενημερωθεί, θα είχε σωθεί. Ξεκίνησαν να φύγουν στις έξι και μισή και κατευθύνθηκαν προς τον λόφο. Λίγο μετά, καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει. Την ώρα που καιγόντουσαν οι δικοί μου και το ζευγάρι, ήταν η πρώτη φορά που το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής επικοινώνησε με τον Δήμο Μαραθώνα. Τόση ώρα μετά την έναρξη της φωτιάς. Υπάρχει ηχητικό που αστυνομικοί ενημερώνουν ότι «υπάρχει πρόβλημα στον οικισμό Ζούγκλα» και δεν κινήθηκε κανείς» τόνισε ο μάρτυρας.
Μάλιστα, ο μάρτυρας επεσήμανε ότι ακόμα και την επόμενη ημέρα ο κυνισμός και η ανικανότητα ξεχείλιζαν, καθώς όπως περιέγραψα «τα σώματα καίγονταν και ξανάπαιρναν συνέχεια και όταν κάποιοι είπαν σε πυροσβέστες να τα σβήσουν απάντησαν “τι να σβήσουμε τώρα;”. Πήρα τις σωρούς άσπρες γιατί τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου διασώστες».
«Ξέρανε τι πάει να γίνει και γι’ αυτό δεν αναλάμβανε κανένας…»
Οι εικόνες που περιέγραψε ο κ. Χερουβείμ ήταν τραγελαφικές, καθώς όπως είπε «ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σωρούς».
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, η Πυροσβεστική είχε πλήρη εικόνα για την επικινδυνότητα της φωτιάς από τις 17.15, καθώς το συντονιστικό ελικόπτερο ενημέρωσε ότι «η φωτιά πάει προς Ν. Βουτζά. Ήξεραν επομένως πως κινδύνευε κόσμος. Και κανένας δεν κάνει τίποτα… Ξέρανε τι πάει να γίνει και γι’ αυτό δεν αναλάμβανε κανένας».
Ο κ. Χερουβείμ εξέφρασε μάλιστα την πεποίθησή του στο δικαστήριο πως η έναρξη της φωτιάς ήταν στις τέσσερις το απόγευμα και όχι στις 16.40 που εμφανίζεται από την Πυροσβεστική. Τόνισε δε, πως ακόμη και την ώρα που λένε να είχε ξεκινήσει, υπήρχε χρόνος τουλάχιστον 50 λεπτά για να απομακρυνθεί ο κόσμος.
«Στον ίδιο χρόνο, σε πενήντα λεπτά, απομάκρυναν κόσμο από την Κινέτα. Δεν έκαναν οργανωμένη απομάκρυνση εκεί. Τους ειδοποίησαν με περιπολικά να φύγουν. Στο Μάτι δεν έγινε τίποτα! Ούτε καμπάνα δεν χτύπησε. Στο πρώτο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε στέλεχος της Πυροσβεστικής γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες και είχε απαντήσει «γιατί γιορτή είχαμε;» Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός δεν ήρθαν, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στην περιοχή ούτε εκείνη την μέρα, ούτε την επομένη», είπε ο μάρτυρας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Χερουβείμ περιέγραψε πως «αυτοί οι άνθρωποι που κάηκαν στην περιοχή που την λέμε “Ζούγκλα”, ήταν ξαπλωμένοι, αφημένοι στον δρόμο μέχρι την επόμενη στις επτά το πρωί γιατί οι αρμόδιοι έπρεπε πρώτα να κάνουν σύμβαση με συγκεκριμένο γραφείο Τελετών…
Έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν μάθαμε γιατί δεν βρίσκεται εδώ η Αστυνομία, γιατί δεν βρίσκεται εδώ το Δασαρχείο. Δεν μάθαμε γιατί δεν συζητήθηκε ποτέ στη Βουλή η μήνυση που καταθέσαμε κατά των τότε υπουργών Τόσκα και Σκουρλέτη».
Μάλιστα, ο κ. Χερουβείμ, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς σχετικά με όσα έχουν ακουστεί για στενούς δρόμους, έδειξε φωτογραφίες δρόμων, λέγοντας «περνάνε μπετονιέρες εδώ».
«140 βήματα από τη θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο»
Κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης προκλήθηκε και ένταση όταν η πρόεδρος έδωσε τον λόγο στην εισαγγελέα για ερωτήσεις και στη συνέχεια σε συνηγόρους χωρίς πρώτα να μιλήσει ο μάρτυρας που είχε κληθεί να καταθέσει και έχασε την κόρη του στην φωτιά.
Αυτό προκάλεσε την οργή του μάρτυρα, ο οποίος κλαίγοντας είπε στην πρόεδρο «αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο λάθος μέρος, όπως βρέθηκε και η κόρη μου στο λάθος μέρος και με τους λάθος ανθρώπους να πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση Αυτή ήταν η ατυχία της. Αυτοί που έπρεπε, δεν έκαναν τίποτα».
Ο μάρτυρας συνέχισε μάλιστα λέγοντας συγκεκριμένα πως είναι μεγάλος άνθρωπος και μπορεί να μην μπορέσει να μιλήσει ξανά για το παιδί του: «140 βήματα από τη θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με την δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας. Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε δικαιοσύνη», είπε συγκινημένος στο δικαστήριο.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και άλλοι μάρτυρες, οι οποίοι αναφέρθηκαν στις ευθύνες των δήμων για την αμέλειά τους να απομακρύνουν καύσιμη ύλη από οικόπεδα και δρόμους, ενώ πολλοί τόνισαν και πάλι τη «μοιραία ενημέρωση» που είχε κάνει ο τότε Δήμαρχος Ραφήνας, Ευάγγελος Μπουρνούς, ο οποίος είχε πει πως δεν κινδυνεύει το Μάτι.