Ελλάδα

Δίκη για το Μάτι: «Ο πατέρας μου είπε ευχαριστώ και πέθανε», «στάχτη η ζωή μας» – Νέα συγκλονιστική μαρτυρία

Έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της, τον ανιψιό της και όπως είπε, καταθέτοντας στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων στη δίκη για το Μάτι, είναι αδιανόητο πως αυτή η εθνική τραγωδία του 2018 συνέβη 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων.

Στη δίκη για το Μάτι κατέθεσε την Πέμπτη (29.08.2024) η Μαρία Αβραμίδου, η οποία στις 23 Ιουλίου βρισκόταν στην περιοχή, έφυγε ωστόσο πριν φτάσει η φωτιά για να επιστρέψει στην Αθήνα.

Αυτό που της έχει μείνει στο μυαλό, οι τελευταίες επικοινωνίες με τη μητέρα και την αδελφή της, όταν πια, αυτό για το οποίο δεν είχαν καμία προειδοποίηση είχε συμβεί, η φωτιά είχε φτάσει στο Μάτι.

«Γύρω στις 6 και τέταρτο μιλάω με την αδελφή μου και ήταν σε πανικό, σε σοκ μου λέει «θα καεί το σπίτι» και μου το κλείνει.

Μιλάω με τη μητέρα μου, είχαν πάρει τα αυτοκίνητα και είχαν μπλοκαριστεί στη λεωφόρο δημοκρατίας. Κάποια στιγμή μου λέει «τι είναι αυτό φωτιά» και μου το κλείνει. Θεώρησα ότι είναι υπερβολή της μαμάς μου», περιέγραψε η μάρτυρας.

Συνήθως, όταν υπήρχε πυρκαγιά, στην περιοχή υπήρχαν πυροσβεστικά όπως κατέθεσε η μάρτυρας και έτσι η φωτιά δεν περάσει πότε τη Μαραθώνος. Εκείνη την ημέρα ωστόσο – όπως είπε – δεν είδε πυροσβεστικά στο δρόμο της επιστροφής.
Από τη στιγμή που νέκρωσαν τα τηλέφωνα των δικών της ανθρώπων, η μάρτυρας άρχισε να τους αναζητά. «Γύρω στις 7:30 το σήκωσε κάποιος στο 199. Του λέω θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, έχουν τέσσερις ανθρώπους, μου είπε δεν «έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ». Φυσικά δεν με πήρε ποτέ.

Άκουσα από κάπου πως άρχισαν να παίρνουν ανθρώπους στα νοσοκομεία και μιλάω με δικούς να σκορπιστούμε στα νοσοκομεία… Ακούω ότι φέρνουν ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και παίρνω μπουρνούζια και πετσέτες και κατευθυνόμαστε εκεί. Προσπαθούσα να βρω κάποιον από δικούς μου. Γύρω στις 12 με μία, βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω και εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δε θα σωθούν. Στις 5 το πρωί οι τελευταίες βάρκες έφερναν τουρίστες ξένους και ρωτάω εάν θα φέρουν και άλλους. Μου λένε θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο λιμεναρχείο και τους δηλώνουμε αγνοούμενους».

Η μάρτυρας είχε να διαχειριστεί και το γεγονός πως ο άλλος γιος της αδελφής της βρισκόταν εκτός Αθηνών και κανόνισε να επιστρέψει. «Όταν έφτασε ο ανιψιός μου, πήγαμε στο Μάτι, το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου, η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη, προχώρησε με ένα φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες. Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA.

Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, φοβόμουν μην κάνει κακό στον εαυτό του, μην μπλέξει, ήταν όλα στάχτες η ζωή μας, έπρεπε να ξαναγεννηθούμε και να προχωρήσουμε. Είναι κάτι για εμάς που δε θα περάσει πότε, η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη σε όλους τους τομείς, είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη ημέρα».

Η μάρτυρας μάλιστα είπε πως υπήρξε τυχερή που κατάφερε να φύγει εκείνη τη χρονική στιγμή, καθώς πέντε λεπτά μετά περιπολικό έστελνε τον κόσμο στο Μάτι.

«Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο, δε μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο Δικαστήριο», τόνισε επίσης η μάρτυρας.

«Απόλυτο μαύρο»

Η Αγγελική Παλαιολογοπούλου, η οποία ήταν μαζί με την αδελφή και το γιο της προηγουμένης μάρτυρα στο αυτοκίνητο, περιέγραψε μία μεγάλη έκρηξη και να πέφτει όπως είπε χαρακτηριστικά «απόλυτο μαύρο».

«Για πολλή ώρα ακουγόταν φωνές, ουρλιαχτά, δεν ήξερα τι να κάνω, με αρπάζει ένας άνθρωπος και μου λέει «καιγόμαστε, έλα», ήξερα πως υπάρχει παραλία, κατέβηκα 60 σκαλοπάτια, κατεβαίνοντας μπουρλότιασε και αυτό», είπε στο δικαστήριο ενώ στη συνέχεια όπως περιέγραψε έμεινε τέσσερις ώρες στη θάλασσα.

Όπως είπε η μάρτυρας, περίμεναν βοήθεια αλλά δεν ήρθε ποτέ. «Κάποια στιγμή ακούσαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά», είπε η μάρτυρας.

Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε όταν άκουσε στις ειδήσεις που «είπαν ο πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι, πως όλα πήγαν καλά», θεώρησε πως και οι άνθρωποι που μαζί μπορεί να είχαν επιβιώσει. «Μέσα μου πίστευα πως δεν θα ζούνε. Έχοντας ζήσει όλα αυτά», τόνισε η μάρτυρας.

«Πήγαμε στη θάλασσα, ερχόταν πολύ καυτός αέρας»

Τον ίδιο αγώνα στη θάλασσα για να διασωθεί έδωσε και η Ελένη Παπαποστόλου μαζί με τη μητέρα της και τον ιερέα-πατέρα της. «Πήγαμε στη θάλασσα, ερχόταν πολύ καυτός αέρας, ήταν πολύ ανησυχητικό όλο αυτό, το πρώτο μέλημα μου ήταν ο πατέρας μου, λόγω της κατάστασης της υγείας του…», περιέγραψε η μάρτυρας.

Όπως είπε κάποια στιγμή το σκηνικό έγινε «πιο απειλητικό, πιο έντονο, άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις για μένα ήταν πόλεμος, όλα έγιναν μαύρα».

Η μάρτυρας κλαίγοντας εξιστόρησε τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της. «Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με την μητέρα μου, να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, ερχόταν τα κύματα κατά πάνω μας. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει βοήθεια, είχα κουραστεί πολύ αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια (κλαίγοντας), κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει «Θεέ μου συγχώρεσέ με», γυρνάει στη μητέρα μου «σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα», και λέει και «σε όλους…» και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη, ακούγεται βρόγχος και έφυγε από τη ζωή», είπε η μάρτυρας.

Οι συγγενείς των θυμάτων ωστόσο ταλαιπωρήθηκαν και στη συνέχεια όταν χρειάστηκε να δώσουν DNA για να ταυτοποιηθούν οι δικοί τους άνθρωποι προκειμένου να μπορέσουν να τους θάψουν όπως περιέγραψε η μάρτυρας στην κατάθεση της.

Η δίκη συνεχίζεται τη Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου.

Ελλάδα
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Ελλάδα: Περισσότερα άρθρα