Δέκα μάρτυρες κατέθεσαν κατά τη σημερινή συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, κυρίως συγγενείς των θυμάτων της εθνικής τραγωδίας του 2018.
Όλοι, αναφέρθηκαν στην έλλειψη ενημέρωσης για την πυρκαγιά στο Μάτι από τους αρμόδιους φορείς καθώς και στην έλλειψη πυροσβεστικών και όχι μόνο δυνάμεων.
Η μάρτυρας, Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου, η οποία πάλεψε επί επτά ώρες στη θάλασσα προκειμένου να σωθεί περιέγραψε όσα δραματικά βίωσε εκείνο το απόγευμα.
«Στη θάλασσα μας χτυπούσαν κάτι ξύλα, μετά έμαθα ότι ήταν πτώματα»
«Από τις περίπου έξι βρέθηκα στη θάλασσα να κολυμπάω 6,5 με 7 ώρες. Μας χτυπούσαν κάτι ξύλα τα οποία μετά από καιρό έμαθα ότι ήταν πτώματα. Ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και την πήρα πάνω μου για να αντέξει. Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε και τίποτα. Αργά πια τη νύχτα ένα ψαροκάικο μας έριξε ένα σκοινί να ανέβουμε, μια κυρία έπαθε ανακοπή. Όταν ανέβηκα κόπηκε η φωνή μου δεν μπορούσα να μιλήσω, πράγμα που σιγά – σιγά επανέρχεται τώρα μετά από 6 χρόνια» είπε η μάρτυρας στο δικαστήριο.
Η κυρία Χατζηηλαζαρίδου αναφέρθηκε και στην εικόνα που αντίκρισε όταν βγήκε στη στεριά. «Η εικόνα ήταν … δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο, πηγαινοέρχονταν αμάξια, καράβια, ασυνόδευτα παιδιά… καμία πρόβλεψη, καμία οργάνωση… Κανείς δεν ειδοποίησε ούτε ήρθε να μας σώσει. Δεν ήρθε ένα άτομο, ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο… Εδώ θα έπρεπε να είναι το λιμενικό, η αστυνομία, το ΕΚΑΒ… όχι μόνο οι πυροσβέστες» είπε η μάρτυρας.
Από την πλευρά του, ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος, ο οποίος έχασε τη μητέρα του, την οποία όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, αναγνώρισε από το δακτυλίδι της, τόνισε πως:
«Δεν υπάρχει θέμα ρυμοτομίας ή αυθαιρέτων. Μπορούσαν να γλιτώσουν σε τρία λεπτά, αλλά εδώ ήταν αδύνατον να φύγουν όπως έγινε. Τα ποντίκια πιάστηκαν στη φάκα κι η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος. Όλα αυτά περί ακραίων φαινομένων και περιβαλλοντικής κρίσης, ισχύουν από τη Μαραθώνος και επάνω, κατά εμάς -τους Ματιώτες- από Μαραθώνος και κάτω έγινε το έγκλημα του εγκλωβισμού» είπε ο κ. Αθανασόπουλος.
Ο μάρτυρας είπε μάλιστα πως τελικά το διαμέρισμα της μητέρας του δεν κάηκε εάν και κάηκαν το πάνω, το κάτω και το δίπλα διαμέρισμα.
«Ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Προσπάθησε με τη γειτόνισσα να διαφύγει σε αυτά τα 19 λεπτά. Αιφνιδιάστηκαν γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση, έστω καμπάνες. Πήγαν να φύγουν με το αυτοκίνητο αλλά δεν τις άφησαν. Έχασαν πολύτιμο χρόνο, παλεύοντας σαν συγκρουόμενα του λούνα παρκ» είπε ο κ.Αθανασόπουλος
Εισαγγελέας: Αν έμενε στο σπίτι της, πιστεύετε θα σωζόταν;
Μάρτυρας: Λόττο..
Εισαγγελέας: Άρα δεν ήταν λάθος η αντίδραση της να φύγει… δεν ήταν πανικός… θα μπορούσε να παίξει Λόττο;
Μάρτυρας: 19 διαμερίσματα έχει η πολυκατοικία. Κάποιοι το παίξαν το Λόττο και κέρδισαν. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, 7 ισόγεια διαμερίσματα στο ένα συγκεντρώθηκαν 17 άτομα και οχυρώθηκαν με πετσέτες και αλλά και περίμεναν.
Η μάνα μου με τη γειτόνισσα όταν πήρε το διπλανό διαμέρισμα φωτιά, δεν μένεις από τους καπνούς. Η αντίδραση της ήταν λογική. Εκ των υστέρων προφήτης έρχομαι και λέω ότι ήταν Λόττο. Η κοινή λογική λέει φεύγω να σωθώ.
«Η μητέρα μου βρέθηκε πλήρως απανθρακωμένη»
Από την πλευρά του, ο Γρηγόρης Πολίτης, η μητέρα του απανθρακώθηκε στην εξοχική τους κατοικίας επί της λεωφόρου Μαραθώνος, ενώ ο πατέρας του κατόρθωσε να σωθεί, εξέφρασε την άποψη πως θα μπορούσαν να έχουν επέμβει οι πυροσβεστικές δυνάμεις.
«Ο πατέρας μου, 87 ετών, έφτασε μέχρι τη θάλασσα περίπου 1 χιλιόμετρο μακριά και έμεινε εκεί περίπου 2 ώρες χωρίς κανέναν να τον βοηθήσει. Κάποιος ιδιώτης τελικά τον πήγε σε ασθενοφόρο με αρκετά εγκαύματα στα χέρια και στο πρόσωπο. Μου κανεί εντύπωση πως ο πατέρας μου μπόρεσε να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή, ενώ ειδικά εξοπλισμένοι άνθρωποι όχι» είπε συγκεκριμένα στην κατάθεση του.
Ο μάρτυρας περιέγραψε και το αλαλούμ που επικράτησε και μετά τη φονική πυρκαγιά.
«Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να φύγει από το σπίτι. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε έλεγχο. Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια πυροσβεστικού αλλά μας είπαν ότι δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση ανθρώπου και να καλέσουμε το ΕΚΑΒ. Μετά από 20 λεπτά ήρθαν αλλά μας είπαν ότι πρέπει να έρθει η πυροσβεστική να σβήσει η φωτιά. Ξανακαλέσαμε την πυροσβεστική και φυσικά χάθηκε χρόνος. Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση. Όταν ξεκίνησε η φωτιά να βοηθήσουν περισσότερο στην κατάσβεση, όταν απείλησε η φωτιά δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση και όταν έφτασε στον αστικό ιστό οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί και να μην είχαμε τόσα θύματα» είπε ο κ. Πολίτης.
«Αφού παραλάβαμε τη σορό με ένα γραφείο τελετών, όπως μας είπαν, πήγαμε στο Νταού Πεντέλης σύμφωνα με τις οδηγίες. Αλλά εκεί δεν ήταν κανείς και είχε εκκενωθεί από τις 5 το απόγευμα. Τελικά από τα κεντρικά μας ζήτησαν να την αφήσουμε πίσω εκεί που τη βρήκαμε και να την πάρουν την επόμενη ημέρα. Δεν το έκανα και τελικά κανόνισαν να παραλάβουν στο Σισμανόγλειο 5 ώρες μετά. Από εκεί φαίνεται η απόλυτη έλλειψη οργάνωσης εκείνη την ημέρα» τόνισε επίσης ο μάρτυρας.
«Φώναζε ο σύζυγός μου: Τρεχάτε στο γκρεμό!»
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η Αναστασία-Χριστιάννα Φράγκου, στην οικογένεια της οποίας ανήκει το κτήμα μέσα στο οποίο βρέθηκαν απανθρακωμένοι δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών.
Η μάρτυρας εμφανίστηκε κάθετη στην κατάθεση της πως υπήρχαν δίοδοι στο Μάτι και τόνισε πως κάηκαν διότι δεν έγινε η εκκένωση.
Στη συνέχεια περιέγραψε πως επιχείρησαν να φύγουν αλλά δεν τα κατάφεραν διότι τους πρόλαβε η πυρκαγιά. «Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να φύγουμε όταν ένα πεύκο λαμπάδιασε αμέσως, λες και κάποιος έβαλε μια βόμβα. Όταν μπήκαμε ξανά στο οικόπεδο, βλέπουμε τον κοσμάκη να εισέρχεται στο χωματόδρομο φωνάζοντας βοήθεια. Το μόνο ανθρώπινο πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να ανοίξουμε την πόρτα και να πάμε όλοι να σωθούμε στο γκρεμό. Γιατί δεν υπάρχει παραλία όπως έλεγαν τα ΜΜΕ, αλλά ένας γκρεμός 18 μέτρα ύψος, τα οποία κατεβήκαμε πετώντας κυριολεκτικά.
Φώναξε ο σύζυγος μου «τρεχάτε στο γκρεμό» και αρχίσαμε να τρέχουμε. Όταν άνοιξα την πίσω πόρτα του οχήματος να πάρω τα ζωάκια μας, είπα στη γειτόνισσα Χρύσα Σπηλιώτη που ήταν κοκαλωμένη «τρέχα, τί στέκεσαι;», χωρίς να ξέρω ότι είχε πάει για μπάνιο με το σύζυγο της και τον περίμενε… Όταν φτάσαμε στο γκρεμό ένας κύριος του βγήκε ο αστράγαλος, ένας άλλος χτύπησε τα γόνατα του… ο γιος μου έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε για 2,5 ώρες…» είπε η μάρτυρας
Πρόεδρος: Αν πηγαίνατε στο γκρεμό δεν είχε φόβο να σκοτωθείτε;
Μάρτυρας: Ο παππούς μου είχε λαξεύσει το βράχο, γιατί του άρεσε το ψάρεμα και είχε κάνει υποτυπώδη σκαλοπατάκια για να πιάνει χταπόδια. Αλλά με το καιρό και τα χρόνια είχαν φθαρεί. Δεν βλέπαμε τίποτα από εκεί, ακούγαμε ελικόπτερα, φωνές ανθρώπων από τη θάλασσα. Κατά τις 12 παρά, ήρθε ένα βαρκάκι που μπορούσε κάπως να προσεγγίσει ..
Πρόεδρος: Αυτοί που εγκλωβίστηκαν στο οικόπεδο σας δεν μπόρεσαν να κατέβουν;
Μάρτυρας: Η φωτιά τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όπως πληροφορήθηκα, ο τελευταίος που σώθηκε, είδε τον κόσμο και διέρρηξε το σπίτι μας, μπήκε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και έμεινε εκεί μέχρι που δεν άντεχε γιατί είχαν πάρει όλα φωτιά, κουρτίνες , στρώματα… Πήδηξε από το παράθυρο και μας είπε ότι ήδη είχε περάσει το θερμικό κύμα και είχα σαρώσει το σημείο. Δεν υπήρχε πια κανένας όρθιος έξω…
Η δίκη συνεχίζεται την Τετάρτη 28 Αυγούστου.