Παρασκευή, 15 Νοε.
17oC Αθήνα

Δίκη Siemens – «μαύρα ταμεία»: Χορός εκατοντάδων εκατομμυρίων για μίζες!

Δίκη Siemens – «μαύρα ταμεία»: Χορός εκατοντάδων εκατομμυρίων για μίζες!

Μετά από δύο ημέρες αγόρευσης η εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, Ελένη Σκεπαρνιά πρότεινε την ενοχή συνολικά 32 κατηγορουμένων για το σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» της Siemens.

Σύμφωνα με την εισαγγελέα η ζημιά του ΟΤΕ από τη σύμβαση 8002 ήταν κατά πολύ περισσότερη από τα 69 εκ ευρώ που διατέθηκαν σε μίζες λόγω της πλημμελούς άσκησης καθηκόντων των στελεχών του τόσο κατά την κατάθεση όσο και κατά την εκτέλεση της σύμβασης.Κι αυτό καθώς όπως χαρακτηριστικά ανέφερε καταβλήθηκε πολύ υψηλότερο τίμημα από εκείνο που θα μπορούσε να πετύχει ο ΟΤΕ.Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε το αρχικό κόστος από 158 δις δραχμές εκτινάχθηκε στα 236 δις δραχμές εξαιτίας ενεργειών των στελεχών του που λειτούργησαν επωφελία της ζίμενς.

Με αυτό το σκεπτικό, η κυρία Σκεπαρνιά ζήτησε την ενοχή 11 πρώην στελεχών του ΟΤΕ αλλά και την αθωώση του πρώην προέδρου του οργανισμού, Νίκου Μανεσή για τον οποίο ανέφερε ότι ήταν ο μοναδικός που προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες για την προάσπιση συμφερόντων του ΟΤΕ και προσπάθησε να ενεργοποιήσει τις ρήτρες.

Ανάμεσα στα πρώην στελέχη που πρότεινε ενοχή η εισαγγελέας είναι ο Γιώργος Σκαρπέλης ο οποίος φέρεται να έλαβε παράνομες πληρωμές ύψους 7, 5 εκ μάρκων.

Ενοχή επίσης πρότεινε και για τους Αθανάσιο Γρεβενίτη, Παναγιώτη Βεργή, Δημήτριο Κόκκινο, Κωνσταντίνο Γκόγκα, Νικόλαο Νίντο, Γεώργιο Καραπλή, Γεώργιο Αργυρόπουλο, Δημήτριο Γυφτόπουλο, Δημήτριο Κουβάτσο και Παναγιώτη Νικάκη.

Κατά την εισαγγελική λειτουργό μία αναγκαία και επωφελής για την πορεία του ΟΤΕ επιλογή οδηγήθηκε εξαιτίας παραλείψεων των στελεχών του σε βλάβη του οργανισμού. Όπως ανέφερε τα στελέχη του ΟΤΕ δεν διαπραγματεύτηκαν τις τιμές του υλικού που αγόρασαν το οποίο όταν υπογράφηκε η επίδικη σύμβαση το 1997 θεωρούνταν πλέον «ώριμο τεχνολογικά» και επομένως έπρεπε να έχει μειωμένο κόστος. Αν΄αυτού οι αρμόδιοι του ΟΤΕ συμφώνησαν η τιμή των υλικών να είναι σε συνάρτηση με προηγούμενες συμβάσεις του οργανισμού από το 1992 όταν οι τιμές ήταν κατά πολυ υψηλότερες στην αγορά.

«Εγκρίνονταν ομόφωνα οι κοστολογικές εκθέσεις χωρίς καμία έρευνα συγκριτική με τις αγορές αλλά και την ίδια την Siemens . Δεν εκμεταλεύτηκαν το πλεονέκτημα της μεγάλης ποσότητας υλικού που αγόραζαν ώστε να πετύχουν μείωση της τιμής. Δεν μερίμνησαν για την εφαρμογή των ρητρών» ανέφερε η κυρία Σκεπαρνιά.

Οπως επίσης ανέφερε ακόμα και η ρήτρα του «προνομιακού πελάτη» που υπέγραψε ο ΟΤΕ υπογράφηκε με την ελληνική Siemens και έμεινε σχεδόν ανεφάρμοστη εξαρχής αφού το ελληνικό τμήμα του κολοσσού δεν είχε άλλους πελάτες εκτός Ελλάδας.

Η εισαγγελέας τόνισε ότι μετά την υπογραφή της σύμβασης 8002\1997 η σύμβαση άρχισε τον χρηματισμό και μεσαίων στελεχών του ΟΤΕ «ώστε να μην διατυπώνουν καμία αντίρρηση και κανέναν έλεγχο».

Η εισαγγελέας επίσης αναφέρθηκε στις αλλεπάλληλες επαφές που ειχε ο Μιχάλης Χριστοφοράκος με ηγετικά στελέχη του ΟΤΕ,με τον Θεόδωρο Τσουκάτο και τον Τάσο Μαντέλη ακριβώς πριν την υπογραφή της σύμβασης. Η εισαγγελέας αναφέρθηκε στην παραίτηση του τότε υπουργού Μεταφορών Χάρη Καστανίδη τον Αύγουστο του 1997 ο οποίος είχε πει χαρακτηριστικά ότι «ορισμένοι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου ως εμπόδιο στα σχέδια τους». Όπως τόνισε η εισαγγελεάς «ο κ. Καστανίδης αντικατάστάθηκε αμέσως από τον Τάσο Μαντέλη που από το 1987 ως πρόεδρος του ΟΤΕ είχε συνάψει συμβάσεις με την Siemens».

Ενοχή πρότεινε επίσης για τους τρεις υπεύθυνους της γερμανικής και ελληνικής εταιρίας Πράις Γουωτερ Χαουζ καθώς και την αθώωση άλλων τριών στελεχών της.

Για Τσουκάτο

Η εισαγγελέας για τον Θεόδωρο Τσουκάτο και τους συγκατηγορουμένους του στην υπόθεση του ενός εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων η κυρία Σκεπαρνιά ζήτησε την αθώωσή τους για την κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε δωροληψία αγνώστων υπαλλήλων που τους έχει αποδοθεί. Η εισαγγελική λειτουργός τόνισε ότι ο Τσουκάτος είπε ψέματα ότι δεν είχε επαφές με τον Μιχάλη Χριστοφοράκο πριν από το 1998 αλλά και ότι είπε ψέματα πως τα χρήματα αποτελούσαν «χορηγία» την οποία παρέδωσε στο ΠΑΣΟΚ.

Σύμφωνα με την εισαγγελέα τα χρήματα που έφτασαν στα χέρια του κ. Τσουκάτου μέσω εμβασμάτων από παρένθετα πρόσωπα (τμηματικά στο γραφείο του στο ΠΑΣΟΚ) δεν κατέληξαν ποτε στα ταμεία του κόμματος «από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε πως τα χρήματα μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα το διέψευσε από την αρχή. Οι ταμίες σε όλες τις καταθέσεις τους κατά τη προδικασία δεν επιβεβαιώσαν τον Τσουκάτο. Όσα όψιμα ισχυρίστηκαν εδώ δεν είναι πιστευτά και γι αυτό διαβιβάστηκαν στην Εισαγγελία οι καταθέσεις τους να ελεγχθούν για ψευδορκία. Από τα ημερολόγια του Χριστοφοράκου προέκυψε πως ο Τσουκάτος έλεγε ψέματα σε όλη την προδικασία και στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ότι τον είδε για πρώτη φορά το 1998. Στην πραγματικότητα το 1997 είχε τουλάχιστον έντεκα επαφές μαζί του. Είχαν πολλές επαφές και το 1998 και το 1999. Ο Χριστοφοράκος είχε τηλεφωνικές επαφές και συναντήσεις με τον Τσουκάτο πριν και μετά την υπογραφή και κατά την υλοποίηση της σύμβασης 8002. Τα χρήματα δεν δόθηκαν για χορηγία».

Κατά την εισαγγελέα ο κ. Τσουκάτος επέλεξε να πει περί χορηγίας ώστε να καλύψει με σχετικά ανώδυνο τρόπο τον δικό του χρηματισμό καθώς και άλλων προσώπων. Το είπε γιατί ήταν πλημμέλημα η χορηγία στο κόμμα που ήδη είχε παραγραφεί τόνισε επίσης η κυρία Σκεπαρνιά.

«Δεν έγινε δυνατό να εξακριβωθεί που κατέληξε η δήθεν χορηγία, αν δόθηκε σε άλλα πρόσωπα ή εάν ήταν για τον ίδιο. Σίγουρα δεν διατέθηκε σε υπαλλήλους του ΟΤΕ. Ο Χριστοφοράκος δεν είχε κανέναν λόγο να δωροδοκήσει υπαλλήλους του ΟΤΕ μέσω του Τσουκάτου. Είχε με τον Μαυρίδη δικό τους δίκτυο,δικό τους μηχανισμό για να χρηματίζουν στελέχη του οργανισμού».

Για Οσβαλντ, Λυγινό και Καραβέλα

Επίσης η κυρία Σκεπαρνιά πρότεινε την ενοχή του αποκαλούμενου «τραπεζικού δίδυμου» Ζαν Κλοντ Οσβαλντ και Φανή Λυγινού.

Η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι για άμεση συνεργεία σε δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος. «Εισέπραξαν bonus λόγω βελτίωσης των χαρτοφυλακίων τους» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Την ενοχη και της συζύγου του Χρήστου Καραβέλα πρότεινε η εισαγγελέας, ζητώντας να καταδικαστεί για νομομοποιηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα, ζητώντας τη μεταβολή της κατηγορίας επι το χείρον.

«Αποδείχθηκε το ότι γνώριζε, από το ότι ήταν συνιδρύτρια και συνδιαχειρίστρια της off shore εταιρίας η οποία βάσει εγγράφων αποδείχθηκε ότι δέχθηκε εμβάσματα από τη Siemens. Η ίδια υπέγραψε για τη μεταφορά ποσών από την εταιρία. Δεν δικαιολογούνται οι αγορές και ο τρόπος ζωής της από τα εισοδήματα του Καραβέλα. Προχώρησε δε σε μεταφορά ποσού 11 εκ ευρώ από ελβετική τράπεζα σε ελληνική και μετέπειτα σε off shore και μάλιστα μόλις δυο ημέρες πριν την εντολή δέσμευσης των εισαγγελικών αρχών που χειρίζονταν την υπόθεση. Είχε την σχετική πληροφορία από την κουμπαρα της ή από άλλη υπάλληλο της τράπεζας. Έπειτα άλλαξε το όνομα της και ίδρυσε με τον Καραβέλα off shore, εμβασαν το ποσό στην Κύπρο κι έπειτα πήγαν στην Ουρουγουάη και Παναμά και αγόρασαν διαμέρισμα εκεί» τόνισε η εισαγγελέας.

Με την έναρξη της σημερινής δεύτερης ημέρας της αγόρευσής της η εισαγγελέας ολοκλήρωσε το κεφάλαιο των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών της μητρικής Ζίμενς ζητώντας την ενοχή των Ράιχαρντ Σίκατσεκ, Ρούντολφ Βόλφγκανγκ, Ερνστ Κάιλ Φον Γιάνγκεμαν και Φράνσις Γιόσεφ Ρίχτερ.

Ελλάδα Τελευταίες ειδήσεις