Ο ίδιος υποστηρίζει ότι την σύνταξη την έπαιρνε εξάδελφος της μητέρας του, που είχε την κάρτα ανάληψής της, αλλά όμως και ο εξάδελφος αυτός στην συνέχεια απεβίωσε.
Συγκεκριμένα, επί εννέα χρόνια ο δημοτικός υπάλληλος, έγγαμος με δυο παιδιά, φέρεται ότι από διάφορα ΑΤΜ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στην Αττική εισέπραττε την σύνταξη χηρείας της μητέρας του, η οποία είχε αποβιώσει το 2004. Συνολικά του καταλογίζεται ότι εισέπραξε συντάξεις ύψους 45.950 ευρώ.
Από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων καταδικάστηκε σε κάθειρξη 7 ετών για απάτη κατ΄ εξακολούθηση, ενώ εκκρεμεί η έφεσή του στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Μετά την διεξαγωγή Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του επιβλήθηκε η προσωρινή παύση 6 μηνών, αλλά μετά από ένσταση της Γενικής Επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης ,Μαρίας Παπασπύρου του επιβλήθηκε τελικά, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης (απόλυσης). Κατόπιν αυτών, προσέφυγε στην Διοικητική Δικαιοσύνη ζητώντας να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και παράνομη η απόφαση της απόλυσής του.
Αναλυτικά, ο δημοτικός υπάλληλος υποστηρίζει ότι επί 30 χρόνια εργάζεται στον ίδιο Δήμο ότι δεν γνώριζε καν ότι η μητέρα του είχε λογαριασμό στην ΕΤΕ και ότι οι αναλήψεις από διάφορα ΑΤΜ κοντά στην περιοχή της κατοικίας του και της εργασίας του έγιναν από εξάδελφό της που είχε στενές σχέσεις με την μητέρα του και γνώριζε την ύπαρξη της κάρτας στην ΕΤΕ.
Ωστόσο ο εξάδελφος απεβίωσε και έτσι δεν μπορεί να συμβάλει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ακόμα, αναφέρει ότι η υπόθεση αυτή δεν αφορά την υπηρεσία που εργάζεται, καθώς είναι προσωπική-οικογενειακή του υπόθεση και η ποινή της απόλυσης που του επιβλήθηκε παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αλλά και η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου είναι πλημμελής.