Οι δαπάνες των οικογενειών για την εκπαίδευση ξεπερνούν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ, αποκαλύπτει η έρευνα της ΓΣΕΕ. Οι Έλληνες γονείς επενδύουν στη γνώση των παιδιών τους. Πληρώνουν φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, μαθήματα που αφορούν τέχνες ή υπολογιστές. Και φυσικά καλύπτουν τα έξοδα που αφορούν τις σπουδές μακριά από την οικογενειακή στέγη.
Τι έδειξε η έρευνα
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (2015), τα έξοδα για την ιδιωτική εκπαίδευση κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, με 792.331.939 εκατ. ευρώ. Ακολουθούν οι ξένες γλώσσες με 621.164.425 ευρώ και οι οικονομικές μεταβιβάσεις για σπουδές στο εσωτερικό με 554.681.971 ευρώ.
Καθόλου αμελητέο δεν είναι το ποσό που αφορά στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα, με τις δύο κατηγορίες να υπολογίζεται ότι αθροιστικά «απορροφούν» 753.633.197 εκατ. ευρώ. Μεγάλα είναι και τα ποσά που δίνουν οι γονείς για αγορά βιβλίων και τα μαθήματα τεχνών και υπολογιστών, καθώς ανέρχονται στα 176 εκατ. και 184 εκατ. ευρώ αντίστοιχα (πάντα με βάση τα στοιχεία του 2015).
Η κρίση δεν επηρέασε την εκπαίδευση
Μάλιστα, η κρίση φαίνεται να μην επηρεάζει τα ποσά που δίνει η ελληνική οικογένεια για την εκπαίδευση των παιδιών. Οι γονείς μείωσαν κατά 50% τα έξοδα που αφορούν παιδαγωγούς παιδοκόμους, κατά 35% τα έξοδα που αφορούν σε αγορές βιβλίων και γραφικής ύλης και κατά 33% τις οικονομικές μεταβιβάσεις στο εσωτερικό. Στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα οι περικοπές εντός μίας τριετίας (2013-2015) μειώθηκαν μόνο κατά 1,1% και 0,7% αντίστοιχα.
Εξάλλου, σύμφωνα με την έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, οι συνολικές δαπάνες για την εκπαίδευση το 2015 έφταναν τα 8,8 δισ. ευρώ, με τα 5,5 δισ. (62,8%) να είναι δημόσιες και τα 3,3 δισ. (37,2%) να είναι ιδιωτικές.
Η σκιώδης εκπαίδευση (υπηρεσίες φροντιστηρίων, τα ιδιαίτερα μαθήματα, η εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθώς και οι υπηρεσίες παιδαγωγών, παιδοκόμων και μπέιμπι σίτερς) στο παραπάνω σύνολο, φτάνει συνολικά το 1,3 δισ. ευρώ.
Οι ανισότητες
Ανάμεσα στα κράτη-μέλη με τις μεγαλύτερες ανισότητες ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση των ατόμων με περιορισμό ή αναπηρία (από 16 ετών και άνω) συγκαταλέγεται η Ελλάδα. Ο βαθμός εκπροσώπησής τους μειώνεται σημαντικά όσο αυξάνεται το επίπεδο της εκπαίδευσης, σύμφωνα με στοιχεία του 2016.
Τα ΑμεΑ παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες να σταματήσουν τη φοίτησή τους στις χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης σε σχέση με τα άτομα χωρίς αναπηρία, καταγράφοντας σημαντικά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και υψηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 2016, το 42,8% των ατόμων στην Ελλάδα που είχαν ολοκληρώσει το πολύ έως και την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ήταν άτομα με αναπηρία (ή περιορισμό δραστηριότητας).
Τα παραπάνω συσχετίζονται και με τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το 2011, η συμμετοχή των ΑμεΑ στην τυπική εκπαίδευση (15-64 ετών) ανερχόταν στο 1,4% (κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 25η θέση μεταξύ 28 των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και στη μη τυπική εκπαίδευση στο 0,6% (22η θέση). Παράλληλα, το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης από την εκπαίδευση ή κατάρτιση στα ΑμεΑ ανερχόταν στο 39,2% (6η υψηλότερη θέση στην ΕΕ).
Η ανεργία
Η Ελλάδα κατέχει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας των ατόμων με περιορισμό/αναπηρία, ηλικίας 16-64 ετών, σε ποσοστό που ανέρχεται στο 37,2% στην ΕΕ-28 και ταυτόχρονα τον δεύτερο χαμηλότερο δείκτη απασχόλησης των ΑμεΑ, με ποσοστό 30,5% (στοιχεία 2011).
Τέλος, από την έρευνα γίνεται φανερό ότι, με βάση τους «δείκτες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού», τα άτομα με αναπηρία ανήκουν σε μία πολύ ευάλωτη οικονομικά κατηγορία, αφού καταγράφονται πολύ υψηλά ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού:
Η Ελλάδα κατατάσσεται 2η στην ΕΕ-28, με τον δείκτη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού των ΑμεΑ (16-59 ετών) να φτάνει στο 51,9% και συγκαταλέγεται μαζί με άλλα 11 κράτη-μέλη (Βουλγαρία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Μάλτα, Κροατία, Λετονία, Ισπανία, Κύπρος, Πορτογαλία και Ιταλία) στην ομάδα των χωρών της ΕΕ με υψηλό δείκτη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και ταυτόχρονα χαμηλό ΑΕΠ ανά κάτοικο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ