Μεγάλη θλίψη προκάλεσε η είδηση του θανάτου του γνωστού και πολύ αγαπητού πεζογράφου, Μένη Κουμανταρέα, που έγινε γνωστή νωρίς το πρωί του Σαββάτου.
Ο Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε νεκρός μέσα στο διαμέρισμά του, που βρίσκεται στην οδό Ζακύνθου 3 στην Κυψέλη, με τα ερωτηματικά να είναι αμέτρητα.
Το θύμα έχει μώλωπες και εκδορές από χτυπήματα στο πρόσωπο και το κεφάλι, που έγιναν μάλλον με γυμνά χέια, αφού δεν υπάρχουν ίχνη από χρήση κάποιου αντικειμένου.
Το newsIT βρέθηκε στο σημείο και οι γείτονες μίλησαν για τα δραματικά τελευταία λεπτά της ζωής του Μένη Κουμανταρέα, αλλά και για την προσωπικότητά του.
Ο γνωστός πεζογράφος έπινε καφέ σε ένα μαγαζί κοντά στο σπίτι του, μαζί με ένα φίλο του και κάποια στιγμή είπε πως θα ανέβει στο διαμέρισμά του για να πάρει τα φάρμακά του.
Τυχαίο ή όχι, αυτό τους παραξένεψε όλους, αφού όπως λένε δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ να μην τα έχει μαζί του. Ανέβηκε στο διαμέρισμα, ωστόσο δεν κατέβηκε ποτέ…
Ο φίλος που ήταν μαζί του ανησύχησε και θέλησε να βεβαιωθεί αν όλα είναι καλά, ωστόσο μετά από λίγη ώρα επέστρεψε στο μαγαζί ανασταωμένος, αφού ο Μένης Κουμανταρέας δεν απαντούσε μέσα από το σπίτι.
Τότε ανέβηκαν και κάποια άλλα άτομα στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας που βρίσκεται κοντά στην Φωκίωνος Νέγρη και φώναξαν κλειδαρά, ώστε να καταφέρουν να ανοίξουν την πόρτα, με την τραγική συνέχεια να είναι γνωστή.
Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε την θλίψη σε ολόκληρη την γειτονιά, αφού όπως λένε στο newsIT οι κάτοικοι της περιοχής, ο Μένης Κουμανταρέας ήταν πολύ πρόσχαρος, φιλικός και ευδιάθετος όποτε τον συναναστρέφονταν.
Ο Μένης Κουμανταρέας δεν βρέθηκε ούτε δεμένος, ούτε φιμωμένος. Οι πρώτες εκτιμήσεις του ιατροδικαστή από τη νεκροψία που διενήργησε, κάνουν λόγο για μώλωπες και εκχυμώσεις στο πρόσωπο, από χτυπήματα χωρίς αντικείμενο (δηλαδή με τα χέρια).
Μώλωπες και εκχυμώσεις φέρει και στο κεφάλι και συγκεκριμένα στο τριχωτό της κεφαλής (με ιατροδικαστικούς όρους), ενώ ο θάνατος προσδιορίζεται χρονικά γύρω στη μία τα ξημερώματα του Σαββάτου.
Ωστόσο, τα ακριβή αίτια θανάτου του γνωστού συγγραφέα θα διαπιστωθούν από τη νεκροτομή που θα διενεεργηθεί την Δευτέρα.
Αυτή την ώρα βρίσκεται στο σημείο κλιμάκιο του τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αφσάλειας Αττικής και ειδικοί των εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ. οι οποίοι αναζητούν τυχόν αποτυπώματα ή γενετικό υλικό του δράστη ή των δραστών, ενώ να σημειώσουμε εδώ πως η πόρτα του διαμερίσματος δεν έχει σημάδια παραβίασης.
Ο Μένης Κουμανταρέας, ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Κάρολος Μπερζάν, για να φοιτήσει κατόπιν στη Νομική και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επαγγελματικά απασχολήθηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1962 με τη συλλογή διηγημάτων «Τα μηχανάκια», τα οποία ακολούθησαν οι συλλογές «Το αρμένισμα» (1967) και «Τα καημένα» (1972). Ήδη με τα πρώτα του βιβλία ο Κουμανταρέας έδειξε τον διαφορετικό δρόμο που θα χάρασσε στη λογοτεχνία. Μακριά από τα θέματα της πολιτικής, της Ιστορίας και του Εμφυλίου, που είχαν συνταράξει τους συγγραφείς της αμέσως προηγούμενης γενιάς, ο Κουμανταρέας στράφηκε στην καθημερινότητα και στις έγνοιες των νέων της δεκαετίας του 1960, μιλώντας για την καταπιεσμένη ζωή τους και για τον τρόπο με τον οποίο αποζητούσαν να αποτινάξουν τα συμβατικά κοινωνικά τους δεσμά. Διόλου τυχαία, το «Αρμένισμα» πέρασε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας από δίκη με βάση τον νόμο περί άσεμνων δημοσιευμάτων. Την ίδια εποχή ο συγγραφέας έλαβε μέρος στον αντιστασιακό τόμο «18 κείμενα».
Μετά τη δικτατορία ο Κουμανταρέας δημοσίευσε την τριλογία «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), «Η κυρία Κούλα» (1978) και το «Το κουρείο» (1979), γράφοντας για τον έρωτα και τη μοναξιά σε μιαν Αθήνα που μεταμορφώνεται με τρομακτικούς ρυθμούς. Ακολουθούν η συλλογή διηγημάτων «Σεραφείμ και χερουβείμ», που δημοσιεύεται το 1981, και το πρώτο του μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται «Ο ωραίος λοχαγός» και κυκλοφορεί το 1982. Στα διηγήματα ο Κουμανταρέας ζωντανεύει σε αυτοβιογραφική γραμμή, χωρίς, όμως, να κλειστεί στον εαυτό του, το καθημερινό περιβάλλον της εφηβείας του ενώ στον «Ωραίο λοχαγό» ξεδιπλώνει την περιπέτεια την οποία θα αντιμετωπίσει ένας γοητευτικός αξιωματικός όταν θα δει την καριέρα του να καταστρέφεται χωρίς κανένα λόγο. Άλλα σημαντικά βιβλία του Κουμανταρέα είναι το μυθιστόρημα «Η συμμορία της άρπας» (1993), με ήρωες που διακρίνονται για τον αντικομφορμισμό τους, και η συλλογή διηγημάτων «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» (1996), όπου θα τονιστεί η κοινωνική και η ταξική θέση των πρωταγωνιστών.
Ο Κουμανταρέας δημοσίευσε επίσης τα έργα «Η φανέλα με το νούμερο εννιά» (1986), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον παντελή Βούλγαρη το 1988, «Θυμάμαι τη Μαρία», (1994), «Δυο φορές Έλληνας» (2001), «Νώε» (2003), «Η γυναίκα που πετάει» (2006), «Το show είναι των Ελλήνων» (2008), «Σ΄ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά» (2009) και «Θάνατος στο Βολπαραΐζο» (2012). Το τελευταίο του μυθιστόρημα έχει τίτλο «Ο θησαυρός του χρόνου», κυκλοφόρησε πριν από λίγο από καιρό από τις εκδόσεις Πατάκη και αποτελεί μια συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία με ευδιάκριτες αναφορές στην ομοφυλοφιλία. Ο Κουμανταρέας έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Λιούις Κάρολ, Σκοτ Φιτζέραλντ, Ουίλιαμ Φόκνερ, Έντγκαρ Άλαν Πόε και Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για το «Αρμένισμα», το 1967, και με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για τη «Βιοτεχνία υαλικών», το 1976, και για το «Δυο φορές Έλληνας» το 2002.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΓΑΝΗΣ – ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΑΝΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ