Η περιοχή της μελέτης εστιάζει στο τμήμα του κτήματος που περιλαμβάνει το ανάκτορο, το κτίριο των μαγειρείων και τους κήπους με το αισθητικό δάσος συνολικής έκτασης 60 στρεμμάτων.
Η αρχιτεκτονική μελέτη κρίνει αναγκαία την οικοδομική, λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση του μνημείου στην εποχή του Γεωργίου Α’, δηλαδή στην πρώτη φάση λειτουργίας του (1884-1913), χωρίς τις μεταγενέστερες επεμβάσεις εκσυγχρονισμού της δεκαετίας του 1930.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η επαναφορά όψεων και εσωτερικών χώρων προτείνεται μόνο σε όσα στοιχεία υπάρχει τεκμηρίωση από φωτογραφικό υλικό, κείμενα της εποχής ή άλλες πηγές.
Ωστόσο, αμφιβολίες εξέφρασε ο επίτιμος γενικός διευθυντής του υπουργείου Πολιτισμού, Ιορδάνης Δημακόπουλος, «μήπως γίνουν τόσες εργασίες αναπαλαίωσης ώστε το κτίριο να γίνει καινούριο. Πρέπει να το διατηρήσουμε χωρίς να παραβιάσουμε την ένδειξη των γηρατειών και της ηλικίας του».
«Οι επεμβάσεις στο κτίριο είναι άτεχνες και εντοπίσαμε ότι πολύ εύκολα θα μπορούσε κανείς να απαλλαγεί από αυτές», απάντησε η καθηγήτρια της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Ελισάβετ Βιντζηλαίου.
Το κτίριο του θερινού ανακτόρου παρουσιάζει ζημιές από το σεισμό του 1999 και φθορές από τη χρόνια εγκατάλειψή του, όπως ρωγμές, ίχνη φθοράς από πυρκαγιά στο χώρο της τραπεζαρίας, έντονη υγρασία, φθορές ξύλινων στοιχείων και αποσαθρώσεις. Η στατική προμελέτη λύνει τα προβλήματα αυτά με καθαρισμούς, αποκαταστάσεις και ενισχύσεις.
Επίσης, το θερινό ανάκτορο προτείνεται να γίνει επισκέψιμο στο κοινό, στους δε χώρους του να εκτίθενται η επίπλωση και τα αντικείμενα της πρώην βασιλικής οικογένειας. Παράλληλα στους χώρους του υπογείου να υπάρχουν αίθουσες για εκπαιδευτικά προγράμματα ή μικρές θεματικές περιοδικές εκθέσεις. Σύμφωνα με τη μελέτη, στο γειτονικό κτίριο των μαγειρείων μπορούν να στεγαστούν υποστηρικτικές λειτουργίες, όπως πωλητήριο, αναψυκτήριο, χώροι γραφείων και συντήρησης.