Το ευρωπαϊκό σύστημα της Σένγκεν που επιτρέπει την ελεύθερη διέλευση σε 26 χώρες βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Μετά την άφιξη 1,8 εκατ. προσφύγων στην ήπειρο πέρυσι, πολλά κράτη της ΕΕ –ανάμεσά τους η Ουγγαρία, η Αυστρία και η Σουηδία- θέσπισαν προσωρινούς συνοριακούς ελέγχους για να ελέγξουν τους μετανάστες και να καθησυχάσουν την ανησυχία των ψηφοφόρων για τη μετανάστευση. Ωστόσο, εκτός αν υπάρξει μια δραματική αλλαγή στη Συρία, ένα ακόμη εκατ. αιτούντες ασύλου αναμένεται να φτάσουν στην Ευρώπη το 2016. Αυτό αναγκάζει τους Ευρωπαίους ηγέτες να εξετάσουν πιο δραστικές ενέργειες.
Μια ιδέα που φαίνεται πιθανό να εφαρμοστεί είναι η αναστολή της Σένγκεν για δύο χρόνια από το Μάιο. Η αποκατάσταση των συνοριακών ελέγχων θα υπονόμευε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά επιτεύγματα του μπλοκ, ωστόσο ούτε αυτό δε θα αναχαιτίσει το κύμα των μεταναστών που έρχονται από την ανατολική Μεσόγειο. Περίπου 45.000 άνθρωποι έφτασαν από την Τουρκία στην Ελλάδα αυτό το μήνα, 30 φορές περισσότεροι σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2015. Γι’ αυτό το λόγο η ΕΕ παρακολουθεί την κατάσταση των ελληνικών συνόρων.
Την Τετάρτη, η Κομισιόν απείλησε να απομακρύνει την Αθήνα από τη Σένγκεν, επιχειρηματολογώντας πως δεν καταγράφει τους πρόσφυγες που φτάνουν στα εδάφη της. Κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες προχωρούν ακόμη παραπέρα, υπαινισσόμενοι ότι το μπλοκ θα έπρεπε να βοηθήσει την ΠΓΔΜ, ένα κράτος που δεν είναι μέλος της ΕΕ, να κλείσει τα σύνορά της με την Ελλάδα, την κύρια οδό προς το Βορρά για πολλούς πρόσφυγες. Οι Έλληνες απάντησαν με οργή, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να μετατρέψει τη χώρα σε «νεκροταφείο ψυχών». Η οργή τους είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη.
Η Ελλάδα μπορεί να επικριθεί επειδή απέτυχε να διαχειριστεί αποτελεσματικά την εισροή προσφύγων. Η ΕΕ έχει δώσει στην Αθήνα κεφάλαια για να εγκαταστήσει πέντε στρατόπεδα μετεγκατάστασης αλλά μόνο ένα λειτουργεί. Αντί να καταγράφουν τους αιτούντες ασύλου, οι Έλληνες έχουν επιτρέψει σε πολλούς να ταξιδέψουν προς την Ευρώπη.
Από όλες τις άλλες απόψεις, ωστόσο, η Αθήνα μετά βίας μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη. Περίπου 850.000 μετανάστες ήρθαν την περασμένη χρονιά στην Ελλάδα, μια χώρα 11 εκατομμυρίων. Καμία κυβέρνηση δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αφίξεις αυτής της κλίμακας με ειρηνικά μέσα. Η Γερμανία, το πλουσιότερο κράτος της ΕΕ, έχει αγωνιστεί για να διαχειριστεί μια εισροή λίγων εκατοντάδων χιλιάδων παραπάνω.
Η Αθήνα μπορεί επιπλέον να επιχειρηματολογήσει πως η ΕΕ δεν έχει κάνει πολλά για να βοηθήσει σε μια ώρα ανάγκης. Η Κομισιόν ταυτοποίησε πέρυσι 160.000 που βρίσκονταν στην Ιταλία και την Ελλάδα και χρειαζόταν να μετεγκατασταθούν σε όλο το μπλοκ, αλλά μόνο ελάχιστοι έχουν μετακινηθεί. Η Κομισιόν έκανε έκκληση για ισχυροποίηση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ ώστε να σωθεί η Σένγκεν, αλλά οι πόροι που έχουν επενδυθεί είναι ελάχιστοι.
Η ΕΕ χρειάζεται να προσφέρει σημαντική οικονομική υποστήριξη στους γείτονες της Συρίας –την Τουρκία, την Ιορδανία και το Λίβανο- καθώς έχουν έρθει αντιμέτωποι με εκατομμύρια ανθρώπους στα στρατόπεδα προσφύγων, αλλά ακόμη και τα τρία δισ. που υποσχέθηκε στην Άγκυρα καθυστερούν λόγω καυγάδων για το ποιος θα πληρώσει.
Αυτό συμβαίνει διότι η Ευρώπη δεν έχει επιδείξει συνοχή και πολιτική βούληση κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης και τώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εξετάσει πρόχειρα μέτρα. Οι Βρυξέλλες δεν πρέπει να έχουν αυταπάτες για το πόσο επικίνδυνο πολιτικά θα ήταν το κλείσιμο των συνόρων Ελλάδας-ΠΓΔΜ.
Η ΕΕ θα βοηθούσε ένα κράτος που δεν είναι μέλος της ΕΕ να οικοδομήσει ένα φυσικό σύνορο αψηφώντας ένα από τα μέλη της. Αυτό θα όξυνε την εντύπωση ότι οι πλούσιοι Ευρωπαίοι θεωρούν την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιορδανία και το Λίβανο ως κάτι παραπάνω από μαντριά για μετανάστες. Ούτε θα κάνει πολλά ένας φράκτης, ώστε να εμποδίσει απελπισμένους ανθρώπους που θα βρουν άλλους τρόπους να ταξιδέψουν στην Ευρώπη.
Η προσφυγική κρίση είναι η μεγαλύτερη που έχει αντιμετωπίσει η ΕΕ στην ιστορία της. Η πρόκληση έχει επιδεινωθεί από την ανικανότητα της Ευρώπης να δράσει συλλογικά και αποφασιστικά. Το να διώξουν την Ελλάδα από τη Σένγκεν θα κάνει μερικούς Ευρωπαίους ηγέτες να αισθανθούν καλά. Αλλά δεν πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο στο να δώσει τις απαντήσεις που χρειάζεται η Ευρώπη.
Πηγή: Euro2day