Η Αγία Κυριακή είναι η πολιούχος Αγία της πόλης των Σερβίων στην Κοζάνη, όπου την ημέρα μνήμης της τελείται Πανηγυρική Θεία Λειτουργία στο Ναό της Αγίας Κυριακής και περιφορά της εικόνας παρουσία του Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης, της Δημαρχίας Σερβίων, του Στρατού και της μπάντας της πόλης των Σερβίων. Επίσης σε πολλά μέρη της Ελλάδας υπάρχουν εκκλησάκια που γιορτάζουν τη μνήμη της, όπως στη μικρή γραφική Βραϊλα Δωρίδας όπου οι λιγοστοί κάτοικοι μετά τον εσπερινό και την περιφορά της εικόνας την παραμονή στήνουν Ρουμελιώτικο γλέντι στη πλατεία του χωριού.
Αγία Κυριακή: Ο βίος της
H Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή γεννήθηκε στη Νικομήδεια, μοναδικό παιδί του Δωρόθεου και της Ευσεβίας. Οι γονείς της ήταν Έλληνες, ευσεβείς χριστιανοί, πλούσιοι, αλλά χωρίς απογόνους. Σύμφωνα με τη διήγηση του βίου της από την Εκκλησία, προσευχόμενοι αδιαλείπτως, απέκτησαν ένα παιδί εκ Θεού. Εφόσον γεννήθηκε ημέρα Κυριακή (την ημέρα του Κυρίου), της δόθηκε το όνομα Κυριακή.
Από την παιδική της ηλικία η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στο Θεό. Ήταν όμορφη στο σώμα και στην ψυχή. Πολλοί μνηστήρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά απέρριπτε όλες τις προτάσεις, λέγοντας ότι είναι αρραβωνιασμένη με τον Χριστό τον Κύριο και ότι δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο από το να πεθάνει εν παρθενία. Ένας δικαστής στη Νικομήδεια ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιο του, δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Καθώς και η δική του πρόταση απορρίφθηκε, κατήγγειλε την Κυριακή και τους γονείς της ως Χριστιανούς στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό.
Ο αυτοκράτορας διέταξε οι γονείς της να υποβληθούν σε βασανιστήρια. Ο Δωρόθεος ξυλοκοπήθηκε άγρια, μέχρι του σημείου οι στρατιώτες από την κούραση να σταματήσουν να τον χτυπούν. Επειδή ούτε η κολακεία, ούτε τα μαρτύρια είχαν αποτέλεσμα, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία εξορίστηκαν στη Μελιτηνή (μεταξύ Καππαδοκίας και Αρμενίας), όπου πέθαναν υπομένοντας πολλά δεινά για τον Χριστό. Έστειλε τότε ο αυτοκράτορας την Κυριακή να ανακριθεί από τον Μαξιμιανό.
Η Κυριακή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη της. Ως αποτέλεσμα ο Μαξιμιανός διέταξε να τη μαστιγώσουν. Οι άνδρες του αυτοκράτορα τη βασάνισαν με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά η πίστη της ήταν ακλόνητη. Ένα βράδυ, καθώς κείτονταν στο πάτωμα του κελιού της, άκουσε τη φωνή του Θεού να της λέει: «Μη φοβάσαι τα βασανιστήρια Κυριακή, το πνεύμα μου είναι μαζί σου». Έπειτα από πολλές και τρομερές δοκιμασίες, ο Μαξιμιανός απέτυχε να πείσει τη νεαρή γυναίκα να αλλάξει την πίστη της. Την έστειλε τότε στον έπαρχο της Βιθυνίας Ιλαρίωνα, από τον οποίο ζήτησε να κάνει την Κυριακή ειδωλολάτρη ή να του την ξαναστείλει.
Ο Ιλαρίων έβαλε τα δυνατά του για να το πετύχει αυτό. Ένα από τα βασανιστήρια που δοκίμασε ήταν να την βάζει να κρέμεται από τα μαλλιά της αρκετές ώρες ενώ στρατιώτες της έκαιγαν το σώμα με αναμμένες δάδες. Τέλος, την έριξαν σε ένα κελί φυλακής. Σύμφωνα με τη διήγηση του βίου της από την Εκκλησία, εκείνη τη νύχτα ο Χριστός εμφανίστηκε και της θεράπευσε τις πληγές. Βλέποντας τη θαυματουργή σωτηρία της Κυριακής πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στο Χριστό· ως συνέπεια αποκεφαλίστηκαν.
Ύστερα από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την Κυριακή στο ναό να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, εισερχόμενη, παρακαλούσε μέσα της το Χριστό να τη βοηθήσει. Ένας δυνατός σεισμός κατατρόμαξε τους δημίους και τα αγάλματα του ναού έπεσαν από τα βάθρα τους κι έγιναν θρύψαλα. Η Κυριακή βασανίστηκε ξανά από τον Απολλώνιο, ο οποίος διαδέχθηκε τον Ιλαρίωνα. Όταν όμως την έριχναν στη φωτιά, οι φλόγες δεν την έκαιγαν. Όταν την έριχναν στα άγρια θηρία αυτά ημέρευαν. Εν τέλει, ο Απολλώνιος την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Της δόθηκαν λίγα λεπτά για να προσευχηθεί, και ζήτησε από το Θεό να παραλάβει την ψυχή της, μνημόνευε δε αυτούς που εξ αιτίας τους είχε την τιμή να μαρτυρήσει για το Χριστό· ύστερα έγειρε στη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτελέσει τη διαταγή, είδε ότι η Κυριακή ήταν ήδη νεκρή· ήταν μόλις 21 χρονών.