Παρασκευή, 15 Νοε.
16oC Αθήνα

ΕΛΣΤΑΤ – στοιχεία σοκ: Σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 698.454 νοικοκυριά το 2019 (pics)

ΕΛΣΤΑΤ – στοιχεία σοκ: Σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 698.454 νοικοκυριά το 2019 (pics)
Intime Αρχείο

Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό βρισκόταν σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 2019 το 30% της ελληνικής κοινωνίας.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών

Σε 698.454 ανέρχονται τα νοικοκυριά της χώρας που βρίσκονταν πέρυσι σε κίνδυνο φτώχειας (σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών) και τα μέλη τους σε 1.881.600 άτομα (στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας).

Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο της φτώχειας, το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 9.382 ευρώ, υψηλότερο κατά 3,9% από το προηγούμενο έτος. Μάλιστα, σύμφωνα με παράλληλη έρευνα για την οικονομική ανισότητα, το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 5.700 ευρώ, ενώ το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα υψηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 11.625 ευρώ.

Ειδικότερα, από τα στοιχεία για τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

*Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ήταν πέρυσι το 30% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, με μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (3.348.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού).

*Από τον πληθυσμό ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 31,4% είναι Έλληνες και το 53,7% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18- 64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, το 53,7% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 30,9% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.

*Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται δε στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.195 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 16.147 ευρώ.

* Σε πέντε περιφέρειες (Αττική, Ιόνια Νησιά, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό της χώρας, ενώ σε οκτώ περιφέρειες (Θεσσαλία, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

*Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,4%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνον οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2%.

Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το κοινωνικό μέρισμα, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,9%. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 25,2 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 30,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 31,6% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 83,2%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 16,8%.

Πέρυσι, το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας ανήλθε σε 27% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Με βάση το ποσοστό αυτό, εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μικρότερο από το 73% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας (το οποίο ανέρχεται σε 4.917 ευρώ), δηλαδή κάτω από 3.589 ευρώ ετησίως ανά άτομο.

ΕΛΣΤΑΤ: Η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνον τον φτωχό πληθυσμό

Η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά μόνο τον φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού. Μάλιστα, το 42,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 380 ευρώ.

Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι κατά τη διάρκεια των ετών από το 2009 και μετά (δεκαετία μνημονίων), παρατηρείται αύξηση της υλικής στέρησης (δηλαδή αύξηση του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται 4 τουλάχιστον από τα 9 βασικά αγαθά και υπηρεσίες) με τα ποσοστά για τα έτη 2009, 2010, 2011, 2012, 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018 να ανέρχονται αντίστοιχα σε 11,0%, 11,6%, 15,2%, 19,5%, 21,5%, 22,2%, 22,4%, 21,1% και 16,7%. Για το 2019 εκτιμάται σε 16,2% και μειώθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018.

Ειδικότερα, από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

*Η μείωση του ποσοστού της υλικής στέρησης το 2019 σε σχέση με το 2018 είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (μια ποσοστιαία μονάδα) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών.

*Στα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών ανέρχεται σε 17%, μειωμένο κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018.

*Για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό υλικής στέρησης σημείωσε μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018 και ανήλθε σε 13%.

*Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας ως εξής:

-το 5,9% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.),

-το 5,2% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.),

-το 7,7% των νοικοκυριών διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία,

-το 8,3% των νοικοκυριών διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία.

-Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,7% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 45,7% για τον φτωχό πληθυσμό.

*Το 37,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.

*Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 17,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 34,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 14,3%.

*Το 73% των φτωχών νοικοκυριών και το 42,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 380 ευρώ.

*Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,3% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 16% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.

*Το 45,4 % των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.

*Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.921 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.640 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 1.982 ευρώ.

*Το 19,2% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 9,7% του συνόλου των νοικοκυριών, δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 6,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,7% των μη φτωχών και το 2,5% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.

*Το 17,3% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 38,3% και 13%.

*Το 32,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 55,9% και 27,2%.

*Το 40,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 68% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 34,9% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

*Το 5,4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 15,3% και 3,3%.

*Το 6,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,1% μέτρια, ενώ το 79,3% πολύ καλή ή καλή υγεία.

*Το 9,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 19,5% και 7,1%, αντίστοιχα.

*Το 9,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 16,2% και 8,1%.

πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Ελλάδα Τελευταίες ειδήσεις