Την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού κατάφερε να συγκεντρώσει σε 300 σελίδες ο Νίκος Κουφόπουλος. Ο συγγραφέας του βιβλίου κατάφερε να δημιουργήσει μια μοναδική συλλογή με την ιστορία 24 ρεμπετών, 14 τραγουδιών εκ των οποίων τα δύο καταγράφονται για πρώτη φορά και τη βοήθεια 14 σκιτσογράφων.
Οι πραγματικές ιστορίες πίσω από τις νότες, πίσω από τους ανθρώπους της ρεμπέτικης μουσικής σε τριακόσιες σελίδες του βιβλίου γεμάτες από σκίτσα, έρευνα αλλά κυρίως αγάπη.
«Είναι αληθινές οι ιστορίες, προφανώς» λέει ο Νίκος Κουφόπουλος που έγραψε τα σενάρια του βιβλίου, ρεμπέτης και ο ίδιος πλέον κοντά 40 χρόνια. «Κάποιες από τις ιστορίες μου ήταν γνωστές γιατί παίζω ρεμπέτικο. Από εκεί και πέρα, συνολικά πήρε γύρω στα 1,5 με 2 χρόνια η έρευνα και όλη αυτή η ιστορία είναι γύρω στα 3 με 3,5 χρόνια που ασχολούμαστε όλη η ομάδα. Βέβαια, μας πήγε λίγο πίσω και η καραντίνα» σημειώνει ο κ. Κουφόπουλος, ο οποίος δούλεψε μαζί με 14 σκιτσογράφους για να γραφτεί η ιστορία του ρεμπέτικου αλλιώς.
Ο ίδιος θεωρεί ότι το βιβλίο καλύπτει μόνο τα βασικά και «εάν κάποιος θέλει να ασχοληθεί περισσότερο, θα ανοιχτεί ένας ωκεανός μπροστά του για να κολυμπήσει. Διαλέξαμε κάποια πράγματα. Το κόμικ σου δίνει τη δυνατότητα να πεις ιστορίες, σαν κινηματογράφος με έναν τρόπο. Και χιούμορ να κάνεις, και πειραχτήρι να γίνεις, και όταν θέλεις να μιλήσεις πιο συναισθηματικά, να μην ντραπείς. Είναι σα να πάμε σινεμά, εικόνες καρέ το καρέ».
Οι πηγές του βιβλίου είναι βιβλιογραφικές, είναι οι μαρτυρίες μουσικών, μελετητών της ρεμπέτικης μουσικής αλλά και φίλων με αρχείο, όπως λέει ο ίδιος «όλοι αυτοί που είχαν δουλέψει πριν από εμένα και όλες αυτές τις πληροφορίες τις χρησιμοποιήσαμε».
Αντίστοιχη έρευνα έκαναν οι σκιτσογράφοι, νέοι άνθρωποι και στην πλειοψηφία τους απόφοιτοι της Σχολής Καλών Τεχνών, για να αποδώσουν με ακρίβεια την εποχή της κάθε ιστορίας. «Δίδασκα αρχάριους μπουζούκι και κιθάρα οπότε ένα από τα παιδιά, από τους μαθητές μου, ήταν σκιτσογράφος. Τον παίρνω τηλέφωνο του λέω “Νικόλα, είσαι μέσα να κάνουμε ένα κόμικ για το ρεμπέτικο;” Μου λέει “για πόσες σελίδες μιλάς;” Του λέω “το Ρεμπέτικο είναι μεγάλο θέμα, 300 σελίδες”. Μου λέει “δε γίνεται εγώ μόνος μου”. Οπότε άρχισε ο ένας να φέρνει τον άλλο και έτσι έγινε αυτή η ομάδα» εξηγεί ο κ. Κουφόπουλος.
Μεταξύ άλλων, το βιβλίο γράφτηκε για να απαντήσει στην ερώτηση γιατί ρεμπέτικο. «Πώς αυτό το τραγούδι αντέχει εδώ και 100 χρόνια να είναι ακόμα σπουδαίο, να συγκινεί κόσμο, λες και γράφτηκε εχθές; Παίζω ρεμπέτικα γιατί ανοίγει η ψυχούλα μου. Το κάνουν κι άλλες μουσικές, όταν είναι καλές, όταν είναι τίμιες. Όταν οι μουσικές φτιάχνονται επειδή θέλουν να φτιαχτούν και όχι με κίνητρο να βγουν λεφτά ή για να βγουν φίρμες, τότε φτιάχνονται μουσικές όμορφες. Γι αυτό το πράγμα ήθελα να μιλήσω που τόσα χρόνια μου έχει δώσει χαρές, μου έχει δώσει συναισθήματα» λέει ο Νίκος Κουφόπουλος.
Ρεμπέτικο – Ιστορία και Πρωταγωνιστές
Στο βιβλίο «Ρεμπέτικο – Ιστορία και Πρωταγωνιστές» από τις εκδόσεις «Ελυζέ», καταγράφονται για πρώτη φορά δύο ρεμπέτικα που μέχρι τώρα δεν συναντώνται σε άλλες βιβλιογραφικές αναφορές και παρτιτούρες. Το ένα από την ορεινή Γορτυνία, έρχεται από τη δεκαετία του ’70. «Μου το έλεγε η μάνα μου» θυμάται ο κ. Κουφόπουλος και συμπληρώνει «το άλλο το ακούγαμε κάθε βράδυ πριν από 20 χρόνια από δυο παππούδες και συμπτωματικά το έπαιξε σε ένα μπαράκι μια dj πριν λίγο καιρό. Ήταν οι παππούδες της και μου έδωσε και τα ονόματά τους».
Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής, «πώς μέσα στον χρόνο ανακατεύονται ρυθμοί, μελωδίες, ήχοι. Στην ορεινή Αρκαδία δεν είχαμε ραδιόφωνα και λοιπά οπότε η μάνα μου το είχε ακούσει από άλλους. Ακριβώς επειδή δεν είχαν καταγεγραμμένους στίχους βάζανε κάτι κάθε φορά. Στην Αρκαδία ο ρυθμός είναι ηπειρώτικος. Το τραγούδι μιλάει για έναν ναύτη, στην ορεινή Γορτυνία που δεν υπήρχαν ναύτες, και ο ναύτης ζητάει το μπουζούκι του, όχι κάποιο όργανο των νησιών. Μεγάλο ανακάτεμα και βέβαια βγαίνει ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα» λέει ο Νίκος.
«Το ρεμπέτικο προήλθε από λαϊκά στρώματα και περιθωριοποιημένα. Μέσα από τις φυλακές βγήκε, μέσα από τους τεκέδες. Από άτομα που ήταν κάπως στο περιθώριο της κοινωνίας και φτωχά βέβαια. Τραγουδούσαν για να εκφραστούν. Το κίνητρο δεν ήταν ταπεινό. Δεν γράφανε ούτε για δόξα, ούτε για χρήμα» τονίζει ο κ. Κουφόπουλος, ο οποίος θεωρεί ότι γι αυτό και το ρεμπέτικο, και το λαϊκό τραγούδι μιλάει βαθιά μέσα μας.
Θεωρεί πάντως ότι και η ροκ, και η ραπ, όπως και η ρεμπέτικη μουσική μπορούν να κάνουν το ίδιο γιατί «κάτι που είναι σπουδαίο μιλάει σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Έχει κάτι να πει στον καθένα».
«Το ρεμπέτικο είναι ακόμα ζωντανό» σχολιάζει ο Νίκος, προσθέτοντας «βλέπω καινούργια παιδιά, που παίζουν υπέροχα. Ακούς παίκτες πιτσιρικάδες με δεξιοτεχνία υψηλού επιπέδου και συναίσθημα που σημαίνει ότι κάτι τους λέει αυτό τραγούδι για να το παίζουν ακόμα». Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν έχει σημασία εάν έχουμε αναγνωρίσει όσο θα έπρεπε την συνεισφορά του ρεμπέτικου στην πολιτισμική μας ταυτότητα γιατί «το ρεμπέτικο δε σε πιέζει να πας κοντά του. Δεν είναι φωνακλάδικο, ούτε κομπάζει. Δεν βιάζεται και δεν προκαλεί. Είναι εκεί απλώς και σε περιμένει. Σεμνό γιατί γνωρίζει την αξία του. Αν νιώσεις την ανάγκη να το τραγουδήσεις ή να το ακούσεις, θα σου δώσει το μεγαλείο του απλόχερα. Είτε σε χαρά, είτε σε λύπη. Θα μιλήσει στην ψυχή σου όπως το κάνει πολύ καλά 150 χρόνια τώρα. Και συνεχίζει».
Ο Νίκος Παπαμιχαήλ, η Εύα Μούρτζη, ο Παναγιώτης Τσαούσης, ο Βleseed, η Kάλλη Ντολτσέτη, ο Γιώργος Κόλλιας, η Ιωάννα -Τζόνι Κορδορούμπα, ο Θανάσης Παπαντωνίου, ο Kamaris, ο Xρήστος Πίττας, ο Κώστας Πλιάτσικας, ο Φοίβος Πικάζης, ο Spyros Evangelos (SEA) Armenis και η Άννα έχουν φιλοτεχνήσει την έκδοση.
Οι ιστορίες ακουμπούν ιστορικά γεγονότα αλλά και προσωπικά στιγμιότυπα του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, της Ρίτας Αμπάτζη, του Γιώργου Κατσαρού, της Στέλλας Χασκίλ, της Μαρίκας Νίνου, του Μανώλη Χιώτη, της Σωτηρίας Μπέλλου, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, του Μιχάλη Γενίτσαρη, του Στέλιου Κερομύτη, της Ρόζας Εσκενάζυ και πολλών άλλων.
«Ο κόσμος ρεμπέτικο ακούει όταν θα βγει έξω στα ταβερνάκια, στα μεζεδοπωλεία, οπότε όλοι μας έχουμε μεγαλώσει με αυτό. Υπάρχει, θέλοντας και μη, το ακούγαμε, είναι στο DNA μας. Ξυπνάνε οι μνήμες. Έρχεται η ώρα που κάνουμε την επιλογή και εκεί είναι η δύναμη του ρεμπέτικου που είναι πάντα καθαρό. Μουρμουρίζει μουσικές και όταν θα θελήσει κάποιος, θα πάει και θα το βρει» καταλήγει ο κ. Κουφόπουλος.