Εύκολη πρόσβαση στο αλκοόλ, αλλά σχετικά λιγότερους πότες της μιας βραδιάς, όσον αφορά την Ελλάδα, διαπιστώνει ευρωπαϊκή έρευνα για το αλκοόλ, η οποία όμως δείχνει ότι περίπου ένας στους 10 Έλληνες υπήρξε επιβάτης σε όχημα με οδηγό που είχε πιει πολύ και ότι ένας στους 4 Έλληνες είχε κάποιο "βαρύ πότη" στην οικογένεια του.
Οι διαφοροποιήσεις στα πρότυπα κατανάλωσης οινοπνευματωδών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι μεγάλες, όπως παρατηρεί πανευρωπαϊκή έρευνα για το αλκοόλ.
Στην Ελλάδα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού έχει πρόσβαση και έχει καταναλώσει αλκοόλ, αλλά χαμηλότερο ποσοστό, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες αναφέρει υπερβολική χρήση ή ότι έχει προβλήματα από τη χρήση του.
Στην χώρα μας, μόνο ένας στους 13 συμμετέχοντες (8%) ανέφερε ότι δεν κατανάλωσε αλκοόλ τους 12 τελευταίους μήνες, σε υψηλότερο ποσοστό οι γυναίκες και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία (50 – 64 ετών). Οι λόγοι που ανέφεραν όσοι δεν χρησιμοποίησαν αλκοόλ, παραπέμπουν είτε σε μια γενικότερη αποστροφή προς το αλκοόλ (π.χ., «δεν με ενδιαφέρει το αλκοόλ», «δεν μου αρέσει η γεύση του»), είτε στην σύνδεσή του με αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία (π.χ., «το να πίνεις κάνει κακό στην υγεία», «δεν μου αρέσει η επίδραση που έχει»).
Τους 12 τελευταίους μήνες, στην Ελλάδα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ, ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 163 εκατοστόλιτρα (cl) καθαρής αλκοόλης σε κρασί, 112 cl σε μπύρα, 73 cl σε ούζο ή τσίπουρο και 40 cl σε άλλα βαριά οινοπνευματώδη. Συνολικά, καταναλώθηκαν, ανεξαρτήτως τύπο αλκοολούχου ποτού, κατά μέσο όρο 388 cl καθαρής αλκοόλης, ποσότητα χαμηλότερη συγκριτικά με την μέση κατανάλωση στο σύνολο των χωρών, που συμμετείχαν στην πανευρωπαϊκή έρευνα.
Μεγάλες διαφορές παρατηρούνται μεταξύ των χωρών στην υπερβολική -σε μία περίσταση- κατανάλωση αλκοόλ.
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο χρόνο αναφέρθηκε σε ποσοστό άνω του 60% στις χώρες του βορρά, και μόλις 10% σε χώρες όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία. Στην χώρα μας, τους 12 τελευταίους μήνες, ήπιαν υπερβολικά περίπου ένα στα 5 άτομα 18 – 64 ετών (21,8%), σε υψηλότερο ποσοστό οι άνδρες και οι νεαροί ενήλικες 18 – 34 ετών (συγκριτικά με τις γυναίκες και τις άλλες ηλικιακές ομάδες). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά μέσο όρο το 30% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης αλκοόλ αφορούσε υπερβολική κατανάλωση, με το ποσοστό αυτό να κυμαίνεται μεταξύ περίπου 10% (Ιταλία) και 50% (Φιλανδία), ενώ η χώρα μας εμφάνισε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά (14,5%).
Αυτά είναι ορισμένα από τα κύρια ευρήματα της πρότυπης Πανευρωπαϊκής έρευνας για το αλκοόλ και τη συνδεόμενη βλάβη στον πληθυσμό, Rarha – Seas, η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα στη χώρα μας από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας λοιπόν, στην πλειονότητά τους οι Ευρωπαίοι έχουν επηρεασθεί τον τελευταίο χρόνο αρνητικά από την κατανάλωση αλκοόλ, από τρίτους, ενώ ένας στους 5 είχε στη διάρκεια της παιδικής ή εφηβικής του ηλικίας κάποιον “βαρύ πότη” στην οικογένεια.
Πάνω από το 60% των Ευρωπαίων ανέφεραν ότι έχουν υποστεί τον τελευταίο χρόνο αρνητικές συνέπειες από την κατανάλωση αλκοόλ από τρίτους, με το 46% των περιπτώσεων αυτών να αφορούν πρόσωπα τα οποία γνωρίζουν προσωπικά και το 42% αγνώστους.
Στην Ελλάδα, περισσότεροι από ένας στους 2 ερωτώμενους (54,5%, σε υψηλότερο ποσοστό νεαροί ενήλικες) ανέφεραν ότι τον τελευταίο χρόνο βίωσαν τουλάχιστον ένα αρνητικό περιστατικό, που συνδεόταν με την κατανάλωση αλκοόλ από τρίτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη χώρα μας, ένα στα 11 άτομα (10,8%, σε υψηλότερο ποσοστό άνδρες και νεαροί ενήλικες) υπήρξαν τον τελευταίο χρόνο επιβάτες σε όχημα του οποίου ο οδηγός είχε πιει πολύ.
Η πανευρωπαϊκή έρευνα έδειξε επιπλέον, ότι κατά μέσο όρο ένας στους 5 ευρωπαίους έχει ζήσει κατά την παιδική ή την εφηβική του ηλικία με κάποιον “βαρύ πότη” στο νοικοκυριό, με τους μισούς εξ αυτών να αναφέρουν ότι το γεγονός αυτό τούς έχει επηρεάσει αρνητικά σε μεγάλο βαθμό.
Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στις χώρες της Βαλτικής (άνω του 30%) και τα χαμηλότερα στην Ιταλία και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, σχεδόν ένας στους 4 (23,3%), ανέφερε ότι έζησε ως παιδί ή έφηβος με κάποιον που έπινε υπερβολικά και εξ’ αυτών σχεδόν δύο στους 3 (ή 14,8% του δείγματος) ανέφεραν ότι η ζωή τους έχει επηρεαστεί από το γεγονός αυτό.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ