Όταν η Ευγενία Φακίνου έγραφε το καινούργιο μυθιστόρημά της «Γράμματα στη Χιονάτη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, το φάσμα της πανδημίας βρισκόταν μακριά απ’ όλους μας.
Παρόλα αυτά, οι συγγραφείς όπως η Ευγενία Φακίνου έχουν κάποτε ένα είδος διαίσθησης, που χωρίς να είναι ακριβώς προφητική ικανότητα, τους επιτρέπει να διακρίνουν κάτι από τα δυσοίωνα προμηνύματα της εποχής τους. Η γυναίκα που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο της Φακίνου, χωρίς ποτέ να κατονομάζεται (ίσως για να φανεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η απορφανισμένη προσωπικότητά της), καταφτάνει σε ένα απομακρυσμένο χωριό, αναζητώντας την ηρεμία και την καταλλαγή ύστερα από ένα σοβαρό πρόβλημα με την υγεία της. Το χωριό, όμως, απειλείται με κατολισθήσεις και οι ελάχιστοι που απομένουν μετά την εκκένωσή του (ανάμεσά τους και η ηρωίδα) πρέπει να υπομείνουν μιαν έγκλειστη ζωή, με ελάχιστες επαφές μεταξύ τους, και με τον φόβο να συνοδεύει κάθε κίνησή τους. Και μολονότι δεν πρόκειται σίγουρα για την επέλαση του κορονοϊού, οι συνθήκες του εντοιχισμού και της μοναξιάς δεν δείχνουν πολύ διαφορετικές.
Η δράση προχωρεί και καθώς σιγά-σιγά ξεχνάμε την ξυρισμένη μορφή της γυναίκας, που απωθεί και τρομάζει με την όψη της τους κατοίκους όταν πρωτοέρχεται στο χωριό, καταλαβαίνουμε πως το εξωτερικό περιβάλλον του υποχρεωτικού εγκλεισμού αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική της κατάσταση: προσπαθώντας να αναλάβει τις δυνάμεις της και να ισορροπήσει με τον κατακερματισμένο (πιθανόν και διχασμένο) εαυτό της, η γυναίκα ξεκινάει έναν καθημερινό αγώνα επιβίωσης: πλένει, μαγειρεύει, καθαρίζει, φτιάχνει τον κήπο του σπιτιού που έχει νοικιάσει και περπατάει μέσα στη μαγική φύση, σε έναν ατέρμονο κύκλο επαναφόρτισης και επανάκαμψης. Κι έτσι, ζώντας μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, έρχεται σε επαφή με μια σειρά από παράξενα πρόσωπα: με ένα ανάπηρο παιδί, με ένα κοριτσάκι που εμφανίζεται στη χιονισμένη αυλή της από το πουθενά (η Χιονάτη του τίτλου), με έναν γέρο ποιητή και με τον νεαρό συμπαραστάτη του, όπως και με τα μέλη ενός παλαιού κοινοβίου που έχουν ξεμείνει πίσω από τους τοίχους ενός μυστηριώδους μοναστηριού.
Τα περίεργα παιδιά, τα κορίτσια που θέλουν να γλυτώσουν από την εγκατάλειψή τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και οι μοναχικές γυναίκες που φεύγουν από τον τόπο τους για να απαλλαγούν από τον ανερμάτιστο βίο τους, μαζί με τη λατρεία του φυσικού περίγυρου και τη γλώσσα των ονείρων, αποτελούν πάγια μοτίβα της πεζογραφίας της Φακίνου. Μοτίβα τα οποία επανέρχονται στα «Γράμματα στη Χιονάτη» για να συνδεθούν στον ιστό μιας απέριττης και ταυτοχρόνως εξαιρετικά ζωντανής αφήγησης, που παρά τους σταθερά μελαγχολικούς (κατά τόπους ακόμα και σκοτεινούς) τόνους, δεν παύει να αποτελεί έναν ύμνο στην αξία της διάσωσης, στην ανάγκη της επιβίωσης και στην ελπίδα για ένα φωτεινότερο αύριο, ακόμα κι αν αυτό το αύριο προορίζεται μόνο για τις επόμενες γενιές. Την ελπίδα για ένα τέτοιο αύριο αντιπροσωπεύει η Χιονάτη του τίτλου – ακριβώς ως νεότερη γενιά, που καταφέρνει να οπλίσει την ποικιλοτρόπως καταβεβλημένη γυναίκα με ένα όπλο σπάνιας αποτελεσματικότητας: με το όπλο της αγάπης για ένα κοριτσάκι που μόνο από την ίδια είναι δυνατόν να αναμένει και να προσδοκά τη σωτηρία. Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε κλείνοντας πως το μυθιστόρημα της Φακίνου συνδυάζει τις εικόνες ενός παγωμένου και συνάμα υποβλητικού τοπίου με την υπαινικτική σκιαγράφηση της ψυχολογίας των ηρώων του, όπως και με μια πλοκή η οποία χωρίς να εξελίσσεται σε αστυνομική ιστορία, ξέρει πώς να ιντριγκάρει τον αναγνώστη και να τον κρατήσει μέσα στο παιχνίδι της από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα.
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ