Η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός, Φανί Αρντάν, σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή την αιρετική, για την εποχή της, όπερα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς “Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ”.
Το έργο που ανεβάζει η Φανί Αρντάν βασίζεται σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ και ασχολείται με τη θέση της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία.
Ταυτόχρονα, ο Σοστακόβιτς σατιρίζει με μεγάλη οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία. Πρόθεσή του εξ αρχής ήταν να εμφανίσει τη δολοφόνο πρωταγωνίστρια της όπεράς του ως θύμα.
Η υπόθεση αφορά την Κατερίνα Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στον γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της.
Η Κατερίνα παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται.
Στον δρόμο για τη Σιβηρία η Κατερίνα αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά ενός ποταμού.
Φανί Αρντάν: “Αγαπώ όσους ζουν στην κόψη του ξυραφιού”!
“Η Κατερίνα, Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο” σημειώνει η Φανί Αρντάν. “Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ αυτούς που δεν φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους”.
Από την απαγόρευση επί Στάλιν στην καθιέρωση μέσω της Δύσης
Η διαδρομή της όπερας Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ κρύβει μια από τις πιο δραματικές σελίδες λογοκρισίας αλλά και παγκόσμιας αναγνώρισης στην ιστορία τόσο του λυρικού θεάτρου όσο και της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, τότε Μικρό (Μάλυ) Λυρικό Θέατρο του Λένινγκραντ, στις 22 Ιανουαρίου 1934 και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας. Το έργο αμέσως έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και στις δύο πόλεις και καταγράφηκε ως ένα μουσικό αριστούργημα. Η σαφής, δίχως περιστροφές αναφορά στο σεξ και η απροκάλυπτη βία προσέδιδαν στην όπερα ρεαλισμό που μέχρι τότε δεν είχε δει το λυρικό θέατρο.
Η εντυπωσιακή ανταπόκριση του κοινού ανέδειξε αμέσως την όπερα ως τη σημαντικότερη της σοβιετικής περιόδου. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1935, το έργο ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας. Στις 26 Ιανουαρίου 1936 την παράσταση παρακολούθησε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν το τέλος του έργου.
Ωστόσο, μόλις δύο ημέρες αργότερα, η εφημερίδα Πράβντα, επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, δημοσίευε άρθρο με τίτλο “Σύγχυση αντί για μουσική: Σχετικά με την όπερα Λαίδη Μάκβεθ της περιοχής Μτσενσκ”.
Το κείμενο καταδίκαζε τη μουσική της όπερας με χαρακτηρισμούς όπως “φορμαλιστική”, “μικροαστική”, “τραχιά”, “χυδαία” και ήταν ανυπόγραφο. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, καθώς ο γεμάτος ορμή και σχέδια Σοστακόβιτς, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τριάντα του χρόνια, δεν ολοκλήρωσε καμία άλλη όπερα μέχρι τον θάνατό του, παρότι άφησε προσχέδια για αρκετές.
Αντίθετα, στη Δύση συνέχισε να κατακτά τη μία μετά την άλλη τις μουσικές μητροπόλεις μέχρι το 1978, οπότε η αρχική εκδοχή της όπερας αποκαταστάθηκε, παρουσιάστηκε σκηνικά και ηχογραφήθηκε.
Αποτέλεσμα ήταν τα λυρικά θέατρα να στραφούν σε αυτή την εκδοχή και η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ να κάνει εκ νέου τον γύρο του κόσμου, ως μια από τις σημαντικότερες όπερες του 20ού αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική της μορφή η όπερα παρουσιάστηκε και πάλι στη Ρωσία, μόλις το 1996. Σήμερα το έργο παίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αρχική εκδοχή.