Η θέση της Ιστορίας μέσα στο σχολείο και ζητήματα όπως πώς θα αντιμετωπιστεί η αδιαφορία των μαθητών για το μάθημα της Ιστορίας, την ώρα που οι ίδιοι παθιάζονται με ιστορικές αντιπαραθέσεις εκτός σχολείου και πώς θα διοχετευθεί η πρόοδος της ιστορικής επιστημονικής έρευνας στα σχολικά βιβλία και τις σχολικές τάξεις, βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης που διοργάνωσε το περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ με τη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας και ιστορικών επιστημόνων.
Το θέμα χαρακτηρίστηκε πολύ επίκαιρο από τους ομιλητές καθώς η συζήτηση πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες μετά την τοποθέτηση του υπουργού Παιδείας για τη γενοκτονία των Ποντίων και τη σφοδρή αντιπαράθεση που ακολούθησε.
«Είναι προφανές ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η Ιστορία αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον πολίτη» διαπίστωσε ο Νίκος Φίλης και εξήγησε πως «πέρα από τις άλλες ιδεολογικές διαστάσεις που έχουν εντοπιστεί σχετικά με την «επίσημη» σχολική ιστορία, έχουμε και μια παρηγορητική διάσταση της Ιστορίας σε έναν λαό που βλέπει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, να χάνει κατακτήσεις κ.α.. Πρόκειται για μια νοσταλγία παλαιών εποχών». Ο υπουργός Παιδείας έκανε λόγο για μια στάση τύπου «όλα μπορείτε να τα πάρετε αλλά όχι την Ιστορία μας, την ταυτότητά μας». Υπογράμμισε, όμως, ότι αν και η συζήτηση για το θέμα της Ιστορίας στις νέες συνθήκες στο σχολείο είναι δύσκολη, πρέπει να γίνει.
«Είναι μια συζήτηση η οποία πηγαίνει βαθιά στο πρόβλημα της συγκρότησης της ταυτότητας, της εθνικής, της κοινωνικής, σε μια περίοδο που η έννοια του κράτους-έθνους, της πατρίδας, χωρίς κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα, μοιάζει να είναι ένα αδειανό πουκάμισο για πολύ κόσμο. Κι αυτό, σε μια περίοδο που ο κοσμοπολιτισμός διαμορφώνει νέες συνθήκες συζήτησης γύρω από τα θέματα της ταυτότητας, σε μια εποχή που το προσφυγικό είναι μια νέα πραγματικότητα και φέρνει νέα ερωτήματα και νέες προκλήσεις όχι μόνο στις κοινωνίες, αλλά και στην αντίληψη των κοινωνιών για το παρελθόν τους και για το μέλλον τους» είπε χαρακτηριστικά ο κ Φίλης και προέβλεψε πως «το προσφυγικό μπορεί να αποδειχθεί όχι μια επιφανειακή και επίκαιρη εξέλιξη, αλλά κάτι βαθύτερο που θα αναδιατάξει συνειδήσεις, πολιτικές, κοινωνίες. Θα διαμορφώσει νέο πολιτικό χάρτη στην Ελλάδα, στην Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια όταν συζητούμε για την Ιστορία, δηλαδή για τον εαυτό μας στις διαστάσεις του χρόνου, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή η συζήτηση συνδυάζεται με το σημερινό πρόβλημα των κοινωνιών μας, με το πρόβλημα της μετανάστευσης».
Αναφερόμενος σε κατά καιρούς πολιτικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει στη συγγραφή των σχολικών βιβλίων Ιστορίας, ο κ Φίλης υπογράμμισε: «Ως υπουργός Παιδείας δεν έχω καμία αρμοδιότητα να σβήνω από το αεροπλάνο φράσεις, ούτε να εγκρίνω εγχειρίδια. Έχουμε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ). Να το στελεχώσουμε με τον πιο ουσιαστικό, επιστημονικό και παιδαγωγικό τρόπο. Εκεί κρίνομαι κι εγώ και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Αλλά να αφήσουμε το ΙΕΠ να κάνει τη δουλειά του. Την πρώτη και την τελευταία ευθύνη για το τι πρέπει να διδαχθεί, την έχει το ΙΕΠ. Επίσης, απαντώντας σε αναφορές για σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας, που αν και ήταν εγκεκριμένα από την Πολιτεία και έτοιμα λόγω αντιδράσεων δεν έχουν χρησιμοποιηθεί, ο υπουργός σημείωσε: «Αν υπάρχουν πράγματα κλειδωμένα, καταχωνιασμένα, να βγουν στην επιφάνεια, να προχωρήσουμε και σε πιλοτική χρήση κάποιων πραγμάτων. Πάντως ό,τι υπάρχει πρέπει να αξιοποιηθεί και να μην καταχωνιαστεί».
Μιλώντας για την πολιτική αντιπαράθεση που γεννήθηκε με αφορμή ένα ζήτημα Ιστορίας, η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου, είπε: «Είμαι από τους βετεράνους των πολέμων της Ιστορίας. Και αυτή τη φορά παρακολουθούσα με την ίδια απογοήτευση μέσα μου, δηλαδή, με καταρράκωση… πώς είναι δυνατόν το 2015 μετά από τόση ιστορική έρευνα στην Ελλάδα, μετά από αποδόμηση στερεοτύπων, να φτάνουμε σε αυτή την ήττα οι ιστορικοί. Και εδώ θα μου επιτρέψετε να πω οι πραγματικοί Ιστορικοί, δηλαδή οι επιστήμονες ιστορικοί, υφιστάμεθα μια ήττα κατά κράτος κάθε φορά. Είμαστε υποχρεωμένοι ή να υποχωρήσουμε ή να μας προστατέψουν κάποιοι για να βγούμε από το αδιέξοδο. Το ερώτημά μου είναι τι φταίει και δεν καταφέρνουμε να διοχετευθεί αυτή η έρευνα στα σχολεία με τέτοιο τρόπο που να αποκτήσουν οι νεότεροι άνθρωποι ιστορική συνείδηση, που θα μπορούσε να αντιπαλέψει τέτοια θέματα».
Η κ Αναγνωστοπούλου παρατήρησε πως «ακόμη το ελληνικό κράτος, οι πολιτικές ηγεσίες, οι κυβερνήσεις, έχουν ένα μπούσουλα για το πώς βλέπουν το πώς είμαστε ως κοινότητα, ως έθνος και αυτός ο μπούσουλας λέγεται Παπαρηγόπουλος. Εμείς οι ιστορικοί δεν τον έχουμε ανατρέψει στη μεγάλη του διαδρομή. Τον έχουμε ανατρέψει αποσπασματικά. Άρα, έχουμε κάποια θέματα που θεωρούμε εθνικά, δεν τα πιάνει κανείς, είναι τα ιερά και τα όσια. Δηλαδή, δεν είναι πολιτικά θέματα, δεν μπαίνουν σε διαλεκτική συζήτηση, ούτε σε σύγκρουση δημοκρατική. Από τη στιγμή που ένα θέμα θεωρείται εθνικό, η Χρυσή Αυγή είναι πιο νομιμοποιημένη από εμάς να μιλήσει -και το χειρότερο ακόμη- και από την Αριστερά. Δηλαδή, ο χρυσαυγίτης είναι πατριώτης, ενώ εγώ, οι άλλοι επιστήμονες εδώ, είμαστε εθνικοί προδότες».
Όπως υποστήριξε η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας «αυτού του τύπου τα εθνικά θέματα, που δεν προσεγγίζονται δημοκρατικά, που δεν ακουμπά κανείς, τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό τέτοιες οργανώσεις σαν την Χρυσή Αυγή. Δεν μπορούμε να κάνουμε μια μεταρρύθμιση η οποία να μπορεί να σηκώσει διάλογο. Η στοχοποίηση και ο μηδενισμός των ιστορικών επιστημόνων είναι μείζων πρόβλημα» διαπίστωσε. Χαρακτήρισε εξάλλου επικίνδυνη τη φράση που ακούστηκε «από τα πιο επίσημα χείλη, ότι τα σκέρτσα των επιστημόνων δημιουργούν προβλήματα».
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ανάγκη «να «εκμεταλλευθεί» η Πολιτεία, η επιστημονική κοινότητα, την εμπειρία των εκπαιδευτικών, που κατόρθωσαν με εργαλείο την Ιστορία να σταματήσουν την εξέλιξη του φαινομένου της Χρυσής Αυγής μέσα στα σχολεία και να εντάξουν μέσα στις τάξεις -και να τις κάνουν πραγματικά πολυπολιτισμικές- τόσο ξένο κόσμο και μάλιστα από τα πιο περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα».
Κατά την τοποθέτησή του, ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος υπογράμμισε ότι «το σχολείο πλέον δεν καλείται να μας εκπαιδεύσει για το πώς θα βρίσκουμε Ιστορία αλλά πώς η Ιστορία έρχεται σε εμάς». «Το σχολείο πρέπει να μας μάθει να αντιμετωπίζουμε τα ιστορικά προβλήματα» είπε και αναφέρθηκε στα ζητήματα «της κατάρτισης των καθηγητών», στο γεγονός ότι «Ιστορία στα σχολεία διδάσκουν οι πάντες» και στα σχολικά βιβλία «που τα περισσότερα είναι ακατάλληλα».
Και η Βασιλική Σακκά, ιστορικός, σύμβουλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σημείωσε την ανάγκη αναμόρφωσης των αναλυτικών προγραμμάτων, εκσυγχρονισμού των βιβλίων, χρήσης πρόσθετου υλικού παράλληλα με το σχολικό βιβλίο, αλλά και την ανάγκη εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Η Ελένη Αποστολίδου που διδάσκει διδακτική της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων μίλησε μεταξύ άλλων για την ανάγκη παροχής βοήθειας προς τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν Ιστορία και μέσω της νέας τεχνολογίας, αλλά και για την ανάγκη στο Δημοτικό να διδάσκονται οι μαθητές το παρόν και τοπική Ιστορία, ενώ οι μεγαλύτερες τάξεις να διδάσκονται θεματικές ενότητες και παρελθόν, και αμφιλεγόμενα ζητήματα, και να γίνεται η σύνδεση της επικαιρότητας με το παρελθόν.
Κάποια από τα οξύμωρα που εμφανίζονται γύρω από το ζήτημα της Ιστορίας παρουσίασε η Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Η θέση της Ιστορίας στην κοινωνία είναι σημαντική, την ώρα που η θέση της στο σχολείο είναι υποβαθμισμένη. Υπάρχει γενική δυσαρέσκεια για το πώς διδάσκεται η Ιστορία, αλλά την ίδια ώρα υπάρχει αντίδραση σε όποια απόπειρα μεταρρύθμισης. Τα αναλυτικά προγράμματα έχουν στόχο την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, αλλά ο τρόπος δαδασκαλίας και η εξέταση ευνοούν την παπαγαλία. Επίσης, ενώ στην ακαδημαϊκή Ιστορία υπάρχει εκσυγχρονισμός, τα σχολικά βιβλία είναι αποκομμένα από τα πορίσματα των ιστορικών επιστημόνων» είπε. Η κ Κουλούρη εκτίμησε ότι «η αλλαγή πρέπει να γίνει με μικρά βήματα, προσεκτικά σχεδιασμένα».
Για την Ιστορία της Επιστήμης μίλησε τέλος ο Κώστας Γαβρόγλου, από την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Υπογράμμισε μεταξύ άλλων πως πρωτεύον για την καλή διδασκαλία είναι η νοοτροπία όσων πάνε να διδάξουν. Αναφέρθηκε στις διαδικασίες της πειθούς που βρίσκονται στον πυρήνα της Ιστορίας των Επιστημών, έθιξε θέματα όπως η επιστημονική εκλαΐκευση. Διατύπωσε, εξάλλου, την ιδέα ότι «οι προκαταλήψεις είναι ιστορικά διαμορφωμένες, αλλά και συχνά αποτελούν τις αλήθειες του παρελθόντος στις οποίες πίστευαν οι άνθρωποι». «Αυτό που ισχύει σήμερα θα ξεπεραστεί» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Τον γενικό συντονισμό της συζήτησης, που πραγματοποιήθηκε στο Polis Art Café στη Στοά Βιβλίου, είχαν η αρχισυντάκτρια του ΧΡΟΝΟΥ Μικέλα Χαρτουλάρη και ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης από το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ