Με ένα πολυσέλιδο αίτημα, 41 σελίδων, ο 6ος τακτικός ανακριτής Αθηνών, Αθανάσιος Μαρνέρης, για τρίτη φορά, ζητάει την άσκηση συμπληρωματικής δίωξης, σε βαθμό, κακουργήματος, για το αδίκημα της θανατηφόρας έκθεσης,σε βάρος τουλάχιστον δέκα υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της γ.γ. Πολιτικής Προστασίας για τη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι που στέρησε τη ζωή σε 102 ανυπεράσπιστους πολίτες.
«…Σε βάρος τους δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους , η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες , αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου , ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων» καταλήγει, σύμφωνα με πληροφορίες, ο δικαστικός λειτουργός στο αίτημα του, ζητώντας την άσκηση κακουργηματικής δίωξης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με τα 102 θύματα
Το αίτημα στάλθηκε από τον κ. Μαρνέρη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, η οποία και είναι αρμόδια να το κάνει ή όχι αποδεκτό και να προχωρήσει-αυτή τη φορά-στην άσκηση της συμπληρωματικής ποινικής δίωξης.
Υπενθυμίζεται πως τις προηγούμενες δύο φορές είχε κριθεί από τις εισαγγελικές αρχές πως δεν στοιχειοθετείται η απαγγελία κακουργηματικής κατηγορίας στην υπόθεση.
Ο δικαστικός λειτουργός, στο πολυσέλιδο αίτημα του, καταλήγει πως με βάση νεωτέρα στοιχεία που συγκέντρωσε στοιχειοθετείται τουλάχιστον ο ενδεχόμενος δόλος των προσώπων που βάζει στο «στόχαστρο» οι οποίοι παρότι γνώριζαν τους κινδύνους και την επικινδυνότητα της κατάστασης, κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία.
«Γνώριζαν τον κίνδυνο»
Τα τουλάχιστον δέκα πρόσωπα για τα οποία ο ανακριτής, ζητάει την άσκηση δίωξης σε βαθμό κακουργήματος, αποδέχθηκαν, όπως σύμφωνα με πληροφορίες αναφέρει στο αίτημα του, τον κίνδυνο στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής.
«Η θέση που κατείχαν τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής , κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν , αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν. Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο ,γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές , κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία , που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου , ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης» τονίζεται στο ανακριτικό αίτημα.
«Ενδεχόμενος δόλος»
Σύμφωνα με όσα καταλογίζει, ο δικαστικός λειτουργός στα υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και της γ.γ. Πολιτικής Προστασίας την 23η Ιουλίου 2018 δεν προχώρησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες και επέδειξαν παντελή αδιαφορία για την αντιμετώπιση του κινδύνου.
Ειδικότερα, στο αίτημα, σύμφωνα με πληροφορίες, τους καταλογίζεται πως «δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση/εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα. Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου».
«…Έλαβαν προαγωγές»
Στο πολυσέλιδο αίτημα σκιαγραφείται και το κίνητρο των εμπλεκομένων προσώπων καθώς όπως τονίζεται οι περισσότεροι εξ αυτών έλαβαν προαγωγές.
«Είχαν κίνητρο να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενη τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο «παγίδων» στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ’ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια» τονίζεται στο πολυσέλιδο αίτημα.
«Δεν χρησιμοποίησαν τα εναέρια μέσα»
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 όπως προέκυψε από την ενδελεχή έρευνα του δικαστικού λειτουργού οι κατηγορούμενοι παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν αλλά εναέρια μέσα με αποτέλεσμα από τις 17.04 περίπου μέχρι τις 17.30 επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς , το οποίο φέρεται να έκανε μία ρίψη , σε τρία διαφορετικά σημεία στην περιοχή του Νταού. Την ίσια στιγμή, άφησαν ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά τη-τότε-νεοσύστατη υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (DRONES) , τα οποία μπορούν να κάνουν 24ωρη επιτήρηση , έχουν κάμερες και δίνουν άμεσες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο ΕΣΚΕ.
Επιπλέον, δεν έδωσαν εντολή να μεταβούν στην περιοχή οι σωστικές λέμβοι οι οποίες βρίσκονταν στην Ελευσίνα. Παράλληλα, δεν τέθηκαν στη διάθεση για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα συγκεκριμένα πλοιάρια τα οποία έχουν ως σημείο στάθμευσης το λιμάνι του Πειραιά και εάν ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση , ο χρόνος που απαιτούνταν είναι 1 ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15 , ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50.
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο πολυσέλιδο αίτημα του ανακριτή « οι κατηγορούμενοι αυτοί είχαν τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο, καθώς αυτοί είχαν γνώση των συνθηκών και των δυνατοτήτων που είχαν να ελέγξουν τη φωτιά , καθώς αν επιχειρούσαν σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον τρία εναέρια μέσα, και συγκεκριμένα από ώρα 16.50 έως και 17.30 και σε δεύτερο χρόνο , δηλαδή από τις 17.30 μέχρι και τις 18.15 , άλλα τρία εναέρια μέσα προς ενίσχυση των ανωτέρω, ο κίνδυνος θα είχε αποφευχθεί , καθώς και του ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης επέμβασης οι κάτοικοι θα περιάγονταν σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή και την υγεία τους και είχαν τουλάχιστον αποδεχτεί τον κίνδυνο αυτόν. Δηλαδή είχαν αποδεχτεί ότι με το να εκτρέπουν τα εναέρια μέσα προς περιοχές που δεν παρουσίαζαν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών , να μη δίνουν εντολή να προσγειωθούν / απογειωθούν τα εναέρια μέσα από κατάλληλα αεροδρόμια για τη μεταστάθμευση, αλλά αντίθετα να δίνουν εντολή για μεταστάθμευση στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας , το οποίο ήταν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα «εκτός ενεργείας» , και να μη διαθέτουν όλα τα μέσα ( εναέρια και επίγεια ) προς την περιοχή Ν. Βουτζά και Ματιού. Οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο) , ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
Την ίδια στιγμή, ο ανακριτής τονίζει ότι «προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Μεταξύ αυτών ψευδή ή πλαστογραφημένα στοιχεία που αναγράφονται στα ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης και της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος.