Κάποια στιγμή, μετά από επτά χρόνια, είδε τον Σαρκίς στον σταθμό και τον αναγνώρισε από ένα σημάδι που είχε στο δέρμα του από τσίμπημα σκορπιού
Ο Σαρκίς Κασπαριάν γεννήθηκε το 1912 στο Εσκί Σεχίρ και ήταν μόλις πέντε ετών όταν χάθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κωνσταντινούπολης, πάνω στην αναταραχή των γεγονότων της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Οι γονείς του νόμιζαν ότι ο Σαρκίς ήταν με τις δύο μεγαλύτερες αδελφές του και εκείνες νόμιζαν ότι βρισκόταν με τους γονείς τους. Λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο, ένας νεαρός ανέβηκε στο βαγόνι και είπε ότι ο Ερυθρός Σταυρός μάζευε τα παιδάκια που έκλαιγαν στην αποβάθρα του σταθμού. Το τρένο από την Κωνσταντινούπολη μετέφερε την οικογένεια Κασπαριάν στη Λάρισα όπου εγκαταστάθηκε και έκανε μια νέα αρχή. Το αίμα έρεε ήδη από την Γενοκτονία των Αρμενίων.
Η μητέρα του Σαρκίς ήταν απελπισμένη που χάθηκε ο μικρός της γιος, όμως δεν το έβαλε κάτω. Περίμενε, ρωτούσε και ήταν βέβαιη ότι εκείνος βρέθηκε στα χέρια κάποιου οργανισμού.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η ίδια πήγαινε συχνά στον σταθμό της Λάρισας και έψαχνε να βρει το παιδί της, παρόλο που ο σύζυγός της προσπαθούσε να την πείσει να πάρει στην οικογένεια κάποιο άλλο από τα παιδάκια που έφταναν εκεί με το τρένο. Κάποια στιγμή, μετά από επτά χρόνια, είδε τον Σαρκίς στον ίδιο σταθμό και τον αναγνώρισε από ένα σημάδι που είχε στο δέρμα του από τσίμπημα σκορπιού.
Η οικογένεια ενώθηκε και πάλι και ο Σαρκίς προσπάθησε να αφήσει πίσω του όσα είχε περάσει στο ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης όπου είχε μεταφερθεί από τον Ερυθρό Σταυρό.
Την ιστορία του Σαρκίς Κασπαριάν αφηγείται στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο γιος του, Αγκόπ Κασπαριάν, πρόεδρος της Αρμενικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη δοξολογία που έγινε σήμερα στον Αρμενικό Ναό της Παναγίας, για τα εκατόν δέκα χρόνια από τη Γενοκτονία.
«Ο πατέρας μου δεν μιλούσε γι’ αυτό το θέμα. Το μόνο πράγμα που είχε σημασία ήταν ότι ξαναβρήκε την οικογένειά του. Θυμόταν κάποια πράγματα γιατί σε ηλικία πέντε χρονών έχει κανείς κάποιες μνήμες. Ωστόσο τότε ήξερε μόνο το Σαρκίς. Δεν ήξερε ούτε το επίθετό του. Μιλούσε Αρμενικά, Τουρκικά, λίγα Ιταλικά και λίγα Αγγλικά. Και στη Λάρισα τον έφερε ο Ερυθρός Σταυρός με το τρένο» λέει ο κ. Κασπαριάν. Κάνει δε λόγο για μια δύσκολη προσαρμογή στα νέα δεδομένα και τον χαρακτηρίζει ως έναν άνθρωπο ολιγομίλητο και ευαίσθητο. «Γι’ αυτό άλλωστε έγινε και ζωγράφος» συμπληρώνει.
Ο Αγκόπ Κασπαριάν τονίζει, παράλληλα, πως υπάρχουν πολλές μνήμες και αφηγήσεις για το πώς οι άνθρωποι βίωσαν τα γεγονότα της Γενοκτονίας. Στο μυαλό του έρχεται, μάλιστα, ένα περιστατικό που συνέβη πρόπερσι, κατά τη διάρκεια μιας ξενάγησης στην Αρμενικό Ναό της Παναγίας. Εκεί ο ίδιος συναντήθηκε με έναν 89χρονο ο οποίος έβαλε τα κλάματα στο άκουσμα της αφήγησης για τους ανθρώπους που κατάφεραν να ξεφύγουν και αναζητώντας έναν τόπο για να ζήσουν, πέρασαν και από τη Θεσσαλονίκη. «Ήταν ένας από αυτούς που πέρασαν από τη Θεσσαλονίκη και τελικά βρέθηκαν στη Γαλλία. Εκείνος εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία» λέει και συμπληρώνει ότι πολλοί κατευθύνθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου, ακόμη και στη Λατινική Αμερική.
Για την Αρμενική κοινότητα στη Θεσσαλονίκη, σχολιάζει: «Αρμένιοι υπήρχαν εδώ από το 1860, αλλά οργανωμένα κείμενα και αρχεία στην κοινότητα έχουμε από το 1880. Αυτά ονομάζονται ντομάρ, είναι τα κατάστιχά μας και εκεί υπάρχουν πληροφορίες και κείμενα και που είναι πάρα πολύ σημαντικά. Περιλαμβάνουν στοιχεία για τις γεννήσεις και τους θανάτους, κληρονομικές εγγραφές, βιβλία που έχουν κληρονομικά στοιχεία και δωρεές στην Αρμενική εκκλησία, οπότε από αυτά γνωρίζουμε πολλά για την κοινότητα και για το πώς στήθηκε». Ενδεικτικά αναφέρει ότι η μικρή κοινότητα, τότε, της Θεσσαλονίκης υποστηρίχθηκε και από τις αντίστοιχες κοινότητες άλλων πόλεων, όπως οι Σέρρες, η Καβάλα και η Κομοτηνή ώστε να δημιουργηθεί ο ναός.
Όσο για τον πληθυσμό των Αρμενίων που ξεριζώθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά τα γεγονότα της γενοκτονίας, επισημαίνει ότι τα νούμερα είναι ασαφή ενώ διευκρινίζει ότι η Αρμενική κοινότητα μετρούσε μέχρι το 1940 περίπου 25.000 άτομα. Από αυτά, 20.000 μετακόμισαν στη Σοβιετική Αρμενία μετά το 1947. «Πλέον περίπου δύο χιλιάδες Αρμένιοι ζουν στη Θεσσαλονίκη» λέει ενώ αναφέρεται και στο ιστορικό γεγονός της έλευσης των οικονομικών μεταναστών από το 1990 και μετά, με τη δημιουργία του ανεξάρτητου Αρμενικού κράτους. «Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας έχει δώσει η ελληνική πολιτεία, γύρω στους 10.000 ανθρώπους ήρθαν τότε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Δεν τους έχουμε καταγεγγραμμένους βέβαια και η συμμετοχή τους στην εκκλησία είναι περιστασιακή, κυρίως σε εκδηλώσεις γάμων. Το γεγονός όμως ότι υπάρχουν και μας στηρίζουν είναι πολύ σημαντικό» προσθέτει.
Σήμερα πια, 110 χρόνια μετά την 24η Απριλίου του 1915, ημερομηνία που θεωρείται συμβολικά ως έναρξη των γεγονότων της εξόντωσης των Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι της Θεσσαλονίκης προσπαθούν να διατηρήσουν την κουλτούρα τους και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Κάθε Σάββατο, πάνω από εκατό παιδιά, παρακολουθούν το μονοήμερο σχολείο που λειτουργεί η Αρμενική Κοινότητα της Θεσσαλονίκης στο κέντρο της πόλης. «Είναι κάτι σημαντικό για μας, αφού τα νέα παιδιά είναι η ελπίδα μας και το μέλλον της κοινότητας στην πόλη» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Κασπαριάν.