Έτσι, πάρα τη θετική συμβολή των αλλοδαπών στον δημογραφικό δυναμισμό της Ελλάδας, το ειδικό βάρος των ηλικιωμένων αυξάνεται, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό χώρο, τονίζεται στη μελέτη με τίτλο “ο νέο ιστορικό πλαίσιο της πληθυσμιακής γήρανσης” της Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της Σταματίνας Κακλαμάνη, επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών.
Η ανάλυση των δεδομένων της πλέον πρόσφατης δεκαετίας, διευκρινίζουν οι δύο ερευνήτριες, για την οποία τα διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία αφορούν την περίοδο 1991-2001, αναδεικνύει τους διαφοροποιημένους ρυθμούς γήρανσης. “Διαπιστώνουμε ειδικότερα ότι και στις τρεις κατηγορίες των αστικών δήμων που δημιουργήσαμε, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ποσοστού των άνω των 65 ετών την δεκαετία 1991-2001 ήταν υψηλότερος του αντίστοιχου στις αγροτικές περιοχές, ενώ, παράλληλα, στους αστικούς δήμους, η ταχύτητα αύξησης του γερασμένου πληθυσμού είναι αντιστρόφως ανάλογη του βαθμού αστικότητας” επισημαίνουν.
Προκειμένου να αναδειχθούν οι όποιες χωρικές διαφοροποιήσεις, οι δύο ερευνήτριες ανέλυσαν τα δεδομένα της προτελευταίας απογραφής πληθυσμού (αυτής του 2001), καθώς η κατανομή του μόνιμου πληθυσμού ανά φύλο και ηλικία δεν διατίθεται ακόμη για όλες τις δημοτικές ενότητες (πρώην Καποδιστριακοί Δήμοι) για το 2011.
Ορεινοί δήμοι με υψηλά επίπεδα γήρανσης στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα
Η ομάδα αυτή των 254 Καποδιστριακών δήμων – αναφέρεται στην εργασία – εμφανίζει τα υψηλότερα επίπεδα γήρανσης στη χώρα (28,9%), υπερβαίνοντας τον μέσο όρο του συνόλου της περιφέρειας. Οι δήμοι αυτοί συγκεντρώνουν μόνον το 6,5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των κατοίκων, ηλικίας >65 ετών στο συνολικό πληθυσμό τους, είναι σχεδόν διπλάσιο).
Πρόκειται για μια ομάδα σε προχωρημένη, το 1991, διαδικασία γήρανσης και το γεγονός αυτό εξηγεί και το ότι, την περίοδο 1991-2001, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ποσοστού των άνω των 65 ετών στον συνολικό πληθυσμό, είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, σχεδόν τρεις φορές μικρότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό της περιφέρειας.
Ειδικότερα, οι δήμοι της ομάδας αυτής (που σε αντίθεση με τους δήμους των άλλων ομάδων χάνουν πληθυσμό στη δεκαετία του 1990), έχουν ιδιαίτερα «επιβαρυμένη» κατανομή στο εσωτερικό του υποσυνόλου που αποτελείται από άτομα ηλικίας =>65 ετών καθώς το ειδικό βάρος των σχετικά «νεότερων» ηλικιωμένων (των 65 -74 ετών) είναι συγκριτικά με τις άλλες περιοχές της περιφέρειας σαφώς χαμηλότερο.
Τα συνολικότερα χαρακτηριστικά των κατοικιών στους δήμους αυτούς ισχυροποιούν την υπόθεση μίας συχνής παρουσίας ντόπιων που κατοικούν μόνιμα σε κάποιο κοντινό αστικό κέντρο. “Στο εσωτερικό της ομάδας δυνάμεθα να διακρίνουμε τρεις μικρότερες υπο-ομάδες, οι οποίες διαφοροποιούνται κυρίως ως προς τη γεωγραφική τους θέση και τα ιδιαίτερα κοινωνικά και οικονομικά τους χαρακτηριστικά” υπογραμμίζουν οι δύο ερευνήτριες.
Ειδικότερα, η ομάδα Α1 αποτελείται από 68 Καποδιστριακούς δήμους που βρίσκονται στην ορεινή ενδοχώρα (κυρίως στην Κεντρική Ελλάδα και την Ήπειρο) και εμφανίζουν υψηλότερη γήρανση, αποτέλεσμα -κατά κύριο λόγο- της συνεχούς φυγής του νεανικού πληθυσμού τους. Η δεύτερη ομάδα (Α2) συγκεντρώνει 38 ορεινούς δήμους οι οποίοι βρίσκονται στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, με εντονότερο ορεινό χαρακτήρα και σημαντικές ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες (όπως ο Δ. Αγράφων στην Ευρυτανία, Δ. Πλαστήρα στην Καρδίτσα, Δ. Ανατολικής Μάνης στην Λακωνία). Τέλος, η τρίτη ομάδα (A3) αποτελείται από 148 ορεινούς δήμους που γειτνιάζουν με τη θάλασσα (δήμους που εντοπίζονται κυρίως στην Πελοπόννησο, στο νότιο τμήμα της Κεντρικής Ελλάδας και στα μεγάλα νησιά). Ο συχνά έντονος νησιωτικός ή/και παράκτιος χαρακτήρας τους και το συγκριτικά ηπιότερο κλίμα τους ευνοούν την συγκράτηση ή και άφιξη ακόμη ατόμων τρίτης ηλικίας, η δε παρουσία αλλοδαπών από τις χώρες της Ε.Ε. είναι σημαντική.
Η δεύτερη αυτή ομάδα των 144 Καποδιστριακών δήμων -οι οποίοι κατά κανόνα βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της χώρας, κυρίως δε στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία παρουσιάζει αισθητά χαμηλότερη γήρανση σε σύγκριση με αυτήν της προηγούμενης ομάδας (19,1% έναντι 28,9%). Ο πληθυσμός της ομάδας αυτής αυξάνεται την περίοδο 1991-2001 και αποτελεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το 10,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (το αντίστοιχο ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού των >65 ετών κινείται στα ίδια επίπεδα).
Στη δεύτερη ομάδα διακρίνονται δύο υποομάδες, οι οποίες διαφοροποιούνται ως προς την χωροθέτησή τους: Η πρώτη ομάδα (Β1) αποτελείται από 40 πεδινούς δήμους, στους οποίους η συγκράτηση πληθυσμού, η χαμηλή συγκριτικά γήρανση και η φύση των αναπτυσσόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων ευνοούν την περαιτέρω ανάπτυξη τους. Η δεύτερη ομάδα (Β2) συγκεντρώνει 104 παράκτιους δήμους κάποιοι εκ των οποίων βρίσκονται κοντά σε αστικό κέντρο ή ακόμη σε κεντρικό οδικό άξονα, αεροδρόμιο ή λιμάνι. Ο παράκτιος χαρακτήρας τους λειτουργεί θετικά, (συγκράτηση του πληθυσμού, αλλά και εισροή νέων κατοίκων, όπως φαίνεται από την αύξηση τους ανάμεσα στο 1991 και το 2001). Στην αύξηση αυτή έχει συμβάλλει εν μέρει και η εγκατάσταση αλλοδαπών, σημαντικό ποσοστό των οποίων προέρχεται από χώρες της Ε.Ε..
Οι 196 Καποδιστριακοί δήμοι της ομάδας αυτής, στους οποίους η γήρανση κυμαίνεται σε επίπεδα αρκετά υψηλότερα του μέσου όρου της περιφέρειας, παρουσιάζουν το μικρότερο ρυθμό αύξησης του ποσοστού των άνω των 6ί ετών ανάμεσα στο 1991 και το 2001 από όλες τκ εξεταζόμενες ομάδες.
Οι δήμοι αυτοί συγκεντρώνουν το 8,6% του πληθυσμού της χώρας το 2011 (το αντίστοιχο ποσοστό επί του πληθυσμού των 65 ετών και άνω είναι ελαφρά υψηλότερο) και χαρακτηρίζονται από «υποτονικό» δυναμισμό, καθώς η αύξηση του συνολικού πληθυσμού τους δεν υπερβαίνει το 2%, τη δεκαετία 1991-2001.
Όσον αφορά τη δομή του γερασμένου τμήματος του πληθυσμού τους, το ειδικό βάρος των «νέων» ηλικιωμένων είναι σχετικά χαμηλό, ενώ αντιθέτως το ποσοστό των υπερήλικων στο εσωτερικό της ομάδας των άνω των 65 ετών είναι αρκετά υψηλό. Πρόκειται για διάσπαρτους και απομακρυσμένους από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας δήμους, οι οποίοι ωστόσο συχνά γειτνιάζουν με περιφερειακά αστικά κέντρα. Αρκετοί από αυτούς βρίσκονται στα βόρεια σύνορα της χώρας, ενώ σημαντικό τμήμα τους εντοπίζεται στα μεγάλα νησιά (Κρήτη, Βορειοανατολικό Αιγαίο).
Στην ομάδα αυτή εντάσσονται 188 Καποδιστριακοί δήμοι (που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τις κύριες μητροπολιτικές περιοχές της χώρας που συγκεντρώνουν το 19% του πληθυσμού της χώρας (το αντίστοιχο ποσοστό επί του πληθυσμού των 65 ετών και άνω κυμαίνεται στα ίδια περίπου επίπεδα). Η γήρανσή τους κυμαίνεται σε επίπεδα χαμηλότερα από τον μέσο όρο της περιφέρειας, ενώ ο πληθυσμός 65 ετών και άνω εμφανίζεται γηραιότερος έναντι του μέσου όρου της.
“Οι συγκεκριμένοι δήμοι κατέγραψαν αύξηση του πληθυσμού τους την περίοδο 1991-2001 και λαμβάνοντας υπόψη τις αναπτυσσόμενες οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και τα χαρακτηριστικά των κατοικιών τους θεωρούμε ότι υπάρχουν οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης” σημειώνεται – μεταξύ άλλων – στη μελέτη.
Διαβάστε επίσης: