«Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα των νέων, μπορούμε να πούμε ότι ο Γιάννης “δεν την είχε δει”, ούτε στις διαπροσωπικές σχέσεις, ούτε και σε ό,τι αφορούσε τα υλικά με τα οποία δημιουργούσε τα έργα του. Προτιμούσε τον Πικάσο από τον Ντυσάν αλλά στους καλλιτέχνες από τους οποίους, έμμεσα, είχε εμπνευσθεί και διδαχθεί, είχε εντάξει- κάθε άλλο παρά τυχαία- τον Μασάτσιο και τον Καραβάτζιο».
Όπως αναφέρει η «Il Messaggero», πριν από λίγες ημέρες, η Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αιώνιας Πόλης όπου είχε φοιτήσει στη δεκαετία του 1950, τον ανακήρυξε επίτιμο καθηγητή της.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Έφτασα στη Ρώμη την Πρωτοχρονιά του 1956. Αυτή την πόλη την αγαπώ, η Ρώμη είναι ο εαυτός της και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο», δήλωνε ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης της Arte Povera. Aλλά δεν ξεχνούσε, ποτέ, και τη χώρα στην οποία γεννήθηκε, την Ελλάδα: «Ποίησις, στα ελληνικά, σημαίνει και πράξη. Είναι αυτή η έννοια της ποίησης και της τέχνης. Δημιουργώ κάτι που πρώτα δεν υπήρχε».
«Δεν ήταν ποτέ του ένας καταραμένος καλλιτέχνης», αντιθέτως, «διηγείτο πως είχε ανακαλύψει το ιερό στοιχείο μέσα στα συνηθισμένα αντικείμενα της τέχνης» θυμίζει σήμερα στους Ιταλούς, ο δημοσιογράφος Φάμπιο Ίσμαν.
«Το να παίρνεις υπερβολικά στα σοβαρά την πρόοδο είναι λάθος. Υποκρισία. Συμφέροντα. Δεν μπορείς να ζητάς σε όποιον ζει στον Αμαζόνιο να πάει να ζήσει στη Νέα Υόρκη και να παίξει στο χρηματιστήριο. Οι εικόνες δεν τελειώνουν ποτέ. Αντιθέτως, σε κάνουν να ονειρεύεσαι, και αυτό είναι κάτι το απαραίτητο για τη δουλειά μου», έλεγε ο Γιάννης Κουνέλλης. «Το χώμα που θα τον σκεπάσει, το χώμα που τόσο αγάπησε γνωρίζοντας πάντα ότι μέσα του υπήρχε και κάτι “άλλο”- ας του είναι ελαφρότατο» είναι η ευχή της εφημερίδας «Il Messaggero».