Σε νέα κρίση στέλνει ο Άρειος Πάγος υπόθεση γιου ενστόλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή καθώς εισέπραττε επί 14 χρόνια τη σύνταξη του πατέρα του ο οποίος είχε πεθάνει.
Ο Άρειος Πάγος ζητά να κριθεί εκ νέου η υπόθεση από το Εφετείο Αθηνών προκειμένου να εφαρμοστούν οι ευμενέστερες διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα όσον αφορά την επιμέτρηση ποινής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο γιος του απόστρατου κατηγορείται ότι εισέπραξε παράνομα 228.990 ευρώ, παρά το γεγονός, όπως επισημαίνει, ο Άρειος Πάγος πως «είχε υποχρέωση από τον νόμο να αναγγείλει στην αρμόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τη μεταβολή που επήλθε στη συνταξιοδοτική κατάσταση του πατέρα του, δηλαδή το γεγονός του θανάτου του».
Λόγω αυτής της ενέργειάς του συνέχισε να πιστώνεται στο λογαριασμό του θανόντος πατέρα του στην τράπεζα η σύνταξη για το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο του 1999 μέχρι και το Μάιο του 2013.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣΤ´ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, όταν αναζητήθηκε «το αχρεωστήτως πιστωθέν ποσό, διαπιστώθηκε ότι στον λογαριασμό υπήρχε υπόλοιπο 8,66 ευρώ, αφού ο κατηγορούμενος ως συνδικαιούχος, είχε αναλάβει το ποσό των 228.980,63 ευρώ, με χρήση κάρτας αναλήψεως από ATM, την οποία είχε προμηθευτεί ως συνδικαιούχος του λογαριασμού, ποσό που βεβαιώθηκε στη Δ.Ο.Υ. και το οποίο ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να επιστρέψει».
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, για διακεκριμένη απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του για 5 χρόνια. Στη συνέχεια, ζήτησε να αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση από τον Άρειο Πάγο.
Το Ποινικό Τμήμα, απέρριψε ως αβάσιμους και αόριστους όλους τους λόγους που προέβαλε ο καταδικασθείς, αναφέροντας ότι η εφετειακή απόφαση έχει την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις.
Ωστόσο, το ΣΤ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, έκρινε ότι μετά την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα «με τις διατάξεις του άρθρου 386 παράγραφοι 1-2, το έγκλημα της διακεκριμένης απάτης σε βάρος του Δημοσίου, με προκληθείσα ζημία υπερβαίνουσα τα 120.000 ευρώ, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή έως 1.000 ημερήσιες μονάδες, δηλαδή το πλαίσιο ποινής είναι επιεικέστερο του προηγουμένου νόμου».
Γι’ αυτό, ο Άρειος Πάγος ανέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών για νέα επιμέτρηση της ποινής και για να διαγραφεί η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για 5 χρόνια, η οποία με τον νέο Ποινικό Κώδικα έχει καταργηθεί.