Ποια είναι η πιθανότητα της Ελλάδας να εγκαταλείψει την ευρωζώνη; Οι αυξομειώσεις στις πιθανότητες της πιο αδύναμης οικονομίας της ευρωζώνης να αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα είναι εξαιρετικής σημασίας για τις χρηματαγορές. Η δε συνέχιση της συμμετοχής της στην ευρωζώνη θα απέτρεπε μία, το ελάχιστο, αποδιοργανωτική διόρθωση στην αγορά.
Οι στατιστικολόγοι θα έλεγαν ότι οι πιθανότητες είναι αδύνατον να υπολογιστούν. Το «Grexit» – μία έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ – θα ήταν επακόλουθο μίας σειράς γεγονότων, αποφάσεων και συναισθηματικών επιλογών από ψηφοφόρους και πολιτικούς, καθώς κι ενός πλήθους απρόβλεπτων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών παραγόντων. Ακόμα λοιπόν κι αν ήταν δυνατές κάποιες εκτιμήσεις, η ροή των γεγονότων αυτής της εβδομάδας δείχνει ότι αυτές θα μπορούσαν να αλλάξουν από στιγμή σε στιγμή.
Αυτό όμως δεν έχει εμποδίσει οικονομολόγους και στρατηγικούς αναλυτές από το να δίνουν αρκετά ακριβή νούμερα για τις πιθανότητες ενός Grexit. Τη Δευτέρα, η Berenberg Bank αύξησε τις πιθανότητες Grexit από το 40 στο 55%. Η BNP Paribas αναγνώρισε ότι η πιθανότητα έχει αυξηθεί κατά 20%. Και ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s θεώρησε ότι η πιθανότητα είναι 50%. Γράφοντας για τους Financial Times, o Mohamed El-Erian, οικονομικός αναλυτής της Allianz, υπολόγισε την πιθανότητα στο 85%. Κανείς δεν ήταν όμως πιο συγκεκριμένος όσον αφορά στο χρόνο.
Είναι καθόλου χρήσιμες αυτές οι εκτιμήσεις; Πιθανόν: ως ένας τρόπος να εκφράσει κανείς τα επίπεδα της ανησυχίας του – ή και για να τραβά την προσοχή και να κάνει πρωτοσέλιδα. Όμως το εύρος των εκτιμήσεων απλώς υπογραμμίζει την ψευδεπίγραφή ακρίβεια τους (είσαι σίγουρος ότι είναι 55% και όχι 62%;), η οποία με τη σειρά της αποκαλύπτει την ανικανότητα της αγοράς να βάλει μία τιμή στους πολιτικούς κινδύνους.
Στην πραγματικότητα, μια ευρέως διαδεδομένη άποψη μεταξύ των χρηματιστών προσφάτως είναι πως είναι αδύνατον να τιμολογήσουν τους κινδύνους ενός Grexit, γεγονός που καθιστά ευνόητο το γιατί οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων δεν έχουν μετακινηθεί σημαντικά καθώς εκτυλίσσονταν τα γεγονότα στην Αθήνα.
Ο κίνδυνος όμως είναι ότι το να θέτει κανείς αριθμητικές πιθανότητες δημιουργεί την λανθασμένη εντύπωση ότι οι αγορές έχουν μια αφ’ υψηλού γνώση για το μέλλον. Ο κίνδυνος είναι να πιαστούν αδιάβαστες όταν τα γεγονότα θα τις διαψεύσουν.
Η ιδέα να προσδίδει κανείς συγκεκριμένες πιθανότητες σε οικονομικά γεγονότα προέρχεται από τις αγορές εταιρικών ομολόγων υψηλού ρίσκου, δηλαδή από το πιο ακραίο σκέλος του πεδίου των εταιρικών χρεών. Εδώ, τα ιστορικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να εκτιμηθούν οι πιθανότητες μίας εταιρίας να χρεοκοπήσει, καθώς και τα ποσά για πού ενδέχεται οι κάτοχοι των ομολόγων να επανακτήσουν. Με αυτά ως αφετηρία, μπορούν κατόπιν να οριστούν και οι αντίστοιχες τιμές.
Είναι λοιπόν κατανοητός ο πειρασμός να χρησιμοποιείται μια παρόμοια μέθοδος και με τα ομόλογα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Οι πιστωτικοί κίνδυνοι – δηλαδή ο κίνδυνος χρεοκοπίας – έχουν σημειώσει άνοδο μετά από την κρίση του 2008. Επιπλέον, σε μια εποχή χαμηλών επιτοκίων και ποσοτικής χαλάρωσης από τις βασικές κεντρικές τράπεζες του κόσμου, οι τιμές των κρατικών ομολόγων έχουν γίνει πιο ευαίσθητες στον πολιτικό κίνδυνο και στα καπρίτσια των πολιτικών ιθυνόντων. Το να είναι κανείς ικανός να υπολογίσει αυτούς τους παράγοντες θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές ευκαιρίες κέρδους.
Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο. Δεν υπάρχει καμία προϊστορία χωρών να έχουν εγκαταλείψει το ευρώ. Η Ελλάδα θα πεταχτεί (υποθετικά) εκτός ευρώ μόνο μία φορά, κι έτσι δε θα υπάρχει κάποιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ακόμα και αν οι πιθανότητες του Grexit ήταν υπολογίσιμες κανείς δε θα μπορούσε να διαπιστώσει ποιο θα ήταν το κόστος π.χ. στα ιταλικά ομόλογα. Διότι ενώ το Grexit θα μπορούσε να γεννήσει φόβους για κίνδυνο μιας μεγαλύτερης διάσπασης της ευρωζώνης, πιθανόν θα αντιμετωπιζόταν με μία ισχυρή πολιτική απάντηση από την ΕΚΤ, η οποία θα οδηγούσε τις τιμές για τα ιταλικά ομόλογα ακόμα ψηλότερα.
Συνεπώς γιατί ο κόσμος συνεχίζει να βγάζει εκτιμήσεις-χρησμούς (guesstimates) για τις πιθανότητες του Grexit; H καλύτερη εξήγηση που έχω ακούσει είναι ότι με το να αναφέρουν αριθμούς, οι στρατηγικοί αναλυτές μπορούν να εκφράσουν το πόσο πεπεισμένοι είναι για κάτι. Αν π.χ. λες ότι υπάρχει 90% πιθανότητα να συμβεί κάτι, τότε είσαι αρκετά σίγουρος ότι θα συμβεί. Αν λες ότι υπάρχει πιθανότητα 10%, τότε δεν πιστεύεις ότι θα συμβεί. Ακολουθώντας την ίδια λογική, το να λέει κανείς ότι υπάρχει 50% πιθανότητα, είναι ο τρόπος του αμήχανου αναλυτή να λέει: «δεν ξέρω».
Αυτό που δε λέγεται είναι ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ελέγξει κανείς στο μέλλον αν αυτοί οι αριθμοί έβγαζαν ποτέ νόημα. Ακόμα κι αν πει κανείς ότι υπάρχουν 10% πιθανότητες για ένα Grexit και μετά αυτό συμβεί, θα μπορεί να πει: εγώ σας τα λεγα! Ένας στρατηγικός αναλυτής στον οποίο μίλησα παραδέχτηκε: «Το καλύτερο είναι ότι εκ των υστέρων δεν είσαι ποτέ λάθος, εφόσον έχεις αποφύγει να πεις ότι υπάρχει 100% πιθανότητα για κάτι».
Το πλεονέκτημα για τους στρατηγικούς αναλυτές είναι ότι δίνουν την εντύπωση ότι κάνουν εξειδικευμένες εκτιμήσεις. Αν βέβαια αυτές έχουν μια οποιαδήποτε αξία, παραμένει αμφίβολο, αλλά ιδού η δική μου πρόβλεψη: η κοινότητα των επενδυτών θα συνεχίσει να δίνει αναληθή νούμερα για το Grexit και για άλλα πιθανά γεγονότα. Σε αυτό είμαι 95% σίγουρος. Ίσως και 96%.
Πηγή Euro2day