Πως μια κοντή και χοντρή Ελληνίδα εξελίχθηκε σε “σύμβολο του σεξ” και ποια ήταν η σχέση της με τον Τζον Λένον...
“Κοντόχοντρη” βάπτισε ο Τζον Λένον μια Ελληνίδα ηθοποιό της Αυστραλίας που αργότερα εξελίχθηκε σε “σύμβολο του σεξ” και εκείνης όχι μόνο δεν της κακοφάνηκε αλλά το είχε και …τιμή της!
Χαρακτηρίστηκε ως “η φανατικότερη θαυμάστρια των Μπιτλς” στην Αυστραλία και είχε την τύχη να εργαστεί κοντά στον Λένον και τους συνεργάτες του. Σήμερα μόνο καλά λόγια έχει να πει γι’ αυτόν που “ήταν ευγενικός, ζεστός” και την πρόσεχε ιδιαίτερα.
Πρόκειται για την ομογενή ηθοποιό της Αυστραλίας Σαντάλ Κοντούρη (γεννημένη στη Μάνη) που έχει μια πολύχρονη και ιδιαίτερα πετυχημένη καριέρα στον αυστραλιανό κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο.
Τελευταία όμως η Σαντάλ απασχόλησε και πάλι τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης λόγω της γνωριμίας της με τους Μπιτλς, το θρυλικό ροκ συγκρότημα από το Λίβερπουλ.
Τα ”Σκαθάρια”, που μεσουράνησαν τη δεκαετία του ΄60 και παραμένουν το πιο δημοφιλές και επαναστατικό συγκρότημα στην ιστορία της μουσικής, πραγματοποίησαν το 1964 περιοδεία στην Αυστραλία.
Μεταξύ των πόλεων που επισκέφθηκαν ήταν και η Αδελαΐδα με αποτέλεσμα η Σαντάλ Κοντούρη να ανακηρυχθεί η πιο φανατική θαυμάστρια των Μπιτλς στην Αυστραλία, να καταλήξει στο …νοσοκομείο αλλά και να βρει μια δουλειά δίπλα στον Τζον Λένον!
Οι άγνωστες στιγμές της Σαντάλ Κοντούρη δίπλα στους Μπιτλς περιγράφονται στο βιβλίο One Dream Ago: The Beatle’s South Australian Connections” που έγραψαν ο ομογενής Michael Savvas και η Olivia Savvas-Koopmans.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το βιβλίο η Σαντάλ Κοντούρη θυμήθηκε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής της:
“Η γνωριμία μου με τους Μπιτλς”, μας λέει, “ξεκίνησε με ανορθόδοξο τρόπο στην Αδελαΐδα το 1964. Θα σας μιλήσω για αυτό αργότερα. Στα 19 μου, το 1969, αποφασίζω να πάω στο Λονδίνο. Έφτασα την ημέρα των γενεθλίων μου. Με φιλοξένησαν, ο Μπρους Γουέλς, και η φίλη του -και μετέπειτα γνωστή ηθοποιός- Ολίβια Νιούτον Τζον.
Μια μέρα ο Μπρους και εγώ πέσαμε τυχαία πάνω στον Τζον Λένον και τη Γιόκο Όνο. Ο Μπρους, που γνώριζε τον Τζον από παλιά, με σύστησε και εγώ …έλιωσα. Ο Λένον ήταν πολύ ευγενικός. Όχι μόνο δεν με αγνόησε αλλά μου έκανε και διάφορες ερωτήσεις. Θυμάμαι είχε μια λευκή Rolls Royce με τηλεόραση και κεραία. Μιλάμε τώρα για το 1969! Πολύ εντυπωσιάστηκα”.
Και με ευκαιρία αυτής της γνωριμίας η Σαντάλ Κοντούρη έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα στο Revolution Club του Λονδίνου. Ήταν ένα κλαμπ που άνηκε στους Μπιτλς και πήρε το όνομά του από το τραγούδι τους Revolution που σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
“Ήταν ένα καταπληκτικό κλαμπ, μόνο για μέλη και εγώ ζούσα ένα παραμύθι. Καθημερινά περνούσαν από εκεί τα ιερά τέρατα της μουσικής. Είχα την ευκαιρία να συναναστρέφομαι με τον Τζον Λένον και τη Γιόκο. Και οι δυο τους ήταν πάντα ζεστοί και ευγενικοί μαζί μου και έδειχναν πραγματικά να ενδιαφέρονται για μένα. Άλλα μέλη του συγκροτήματος δεν ερχόταν κάθε βράδυ. Νομίζω ο Πολ Μακάρτνεϊ δεν ήρθε ποτέ.
“Εκεί”, συνεχίζει η ομογενής ηθοποιός, “γνώρισα τους Rolling Stones, τον Elton John, τον Tom Jones και τόσους άλλους”.
Η Σαντάλ Κοντούρη όχι μόνο έκανε πραγματικότητα το όνειρό της αλλά έδινε την ευκαιρία και σε άλλους Αυστραλούς να μπουν στο κλαμπ και να γνωρίσουν τα είδωλά τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο άγνωστος τότε Μόλι Μέλντραμ (θεωρείται κορυφαία προσωπικότητα σήμερα στο χώρο της ψυχαγωγίας στην Αυστραλία).
“Τον βοήθησα να μπει στην αίθουσα και να γνωριστεί με τον Λένον. Την ώρα όμως που ο Μόλι πήγε να τον χαιρετήσει δεν πρόσεξε, και, ίσως και από τρακ, έλουσε τον Λένον με το ποτό του! Πάγωσα εγώ. Ο Λένον ξέσπασε στα γέλια, οι δυο τους τα βρήκαν αμέσως, έγιναν φίλοι και μέχρι τον θάνατο του διάσημου ερμηνευτή βρίσκονταν πολύ κοντά”.
Μάλιστα η Σαντάλ μας αποκαλύπτει πως στο κλαμπ όλοι την ήξεραν ως “Τσάνκι” (κοντόχοντρη) ένα παρατσούκλι που της το έδωσε ο ίδιος ο …Λένον!
“Ήταν πάντα τόσο γλυκός και ευγενικός. Μου έλεγε πάντα ευχαριστώ και δεν είχε υφάκι” μας λέει η Σαντάλ.
Η ίδια προσθέτει πως το κλαμπ ήταν πάντα γεμάτο με διασημότητες (πήγαιναν τακτικά ο Τζορτζ Χάρισον, ο Ρίγκο, ο Φελισιάνο, ο Στιούαρτ και τόσοι άλλοι) που μετά από κάποιο διάστημα δεν της έκανε καμιά εντύπωση.
“Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν με συγκίνησε η δημοσιότητα” λέει, αν και η ίδια έγινε διάσημη, τουλάχιστον στην Αυστραλία.
Όπως αναφέραμε η γνωριμία της με τους Μπίτλς ξεκίνησε το 1964 στην Αδελαΐδα όταν έκανε “κοπάνα” από το σχολείο για να πάει στην υποδοχή τους…
Μόνο που έγινε “τσακωτή” αφού, πάνω στην αφέλειά της, μίλησε και στα μέσα ενημέρωσης και είπε πως “το σχολείο είναι φυλακή” και “οι Μπίτλς απελευθέρωση”.
Όχι μόνο την απέβαλαν από το σχολείο για μια εβδομάδα αλλά την τιμώρησαν και οι γονείς κι εκείνη για να τους “εκδικηθεί” σκηνοθέτησε απόπειρα αυτοκτονίας.
“Μου έφεραν τον Έλληνα παπά, μου έφεραν ψυχολόγο αλλά εγώ ανένδοτη” θυμάται σήμερα, όπως και τα λόγια του πατέρα της να της λέει στα ελληνικά: “Και όλα αυτά τα κάνεις για αυτά τα έντομα… Τις κατσαρίδες;”.
Σήμερα η Σαντάλ Κοντούρη διευθύνει το οικογενειακό εστιατόριό της, Barbecue Inn, στην Αδελαΐδα χωρίς να ξεχνά και την υποκριτική.
“Τα έκανα όλα. Πήρα διακρίσεις, γνώρισα επιτυχία. Τώρα ποια επιλέγω εγώ τις δουλειές που θα κάνω” μας λέει και προσθέτει γελώντας: “Εξάλλου πάνε πολλά χρόνια από τότε που ήμουν και σύμβολο του …σεξ”.
Και όντως υπήρξε για δεκαετίες σύμβολο του σεξ χωρίς να χάνει και σήμερα την γοητεία της.
Πρωταγωνίστησε στις κινηματογραφικές ταινίες Alvin Purple Rides Again, Thirst, Snapshot και The wannabes (με το Νίκο Γιαννόπουλο) και σε πολλά πετυχημένα σίριαλ όπως The Sullivans, Number 96 κ.α. ενώ διακρίθηκε και στο θέατρο.
Έζησε επτά χρόνια στο Χόλιγουντ, όπου εκτός των άλλων έλαβε μέρος στην αμερικανική σαπουνόπερα General Hospital ενώ η τελευταία κινηματογραφική εμφάνισή της ήταν στην ταινία Birthday της ομογενούς Νάταλι Ελευθεριάδη, που πέρσι προβλήθηκε και στις Κάννες.
Η Σαντάλ λέει πως τα κατάφερε με τον “δικό” τρόπο της κόντρα σε όλους και σε όλα.
“Ήμουν μελαχρινή, όταν οι Αυστραλοί είναι ξανθοί, είχα ξένο όνομα, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες (όπως και οι δικοί μου) πίστευαν τότε πως η υποκριτική ήταν κάτι σαν την πορνεία… Τελικά τα κατάφερα. Ξέρεις είμαι Μανιάτισσα και εμείς δεν το βάζουμε εύκολα κάτω” καταλήγει.