Ένας καλός βραδινός ύπνος μπορεί να είναι δυσεπίτευκτος ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ειδικότερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊου είναι ακόμη πιο δύσκολο, όπως επισημαίνει σε άρθρο της η διακεκριμένη επιστήμονας Dr Chandra Jackson, που μελετά τον ύπνο.
Τα σημαντικότερα σημεία συνοψίζουν οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Παναγιώτης Μαλανδράκης, Ιωάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ).
Πολλοί άνθρωποι αυτήν την περίοδο κοιμούνται είτε λιγότερο είτε περισσότερο από ό,τι πρέπει. Σε κάθε περίπτωση, ο φυσιολογικός και υγιής ύπνος βοηθάει τη σωματική ενέργεια, την ψυχική υγεία, το ανοσοποιητικό σύστημα και τις εγκεφαλικές λειτουργίες. Ακόμα και πριν την πανδημία COVID-19, περίπου 1 στους 3 ανθρώπους δεν είχε τον συνιστώμενο ποιοτικό ύπνο διάρκειας 7 ωρών χωρίς διακοπή. Το αυξημένο άγχος των τελευταίων μηνών, η πιθανή απομόνωση ή κατάθλιψη, και η οικονομική και επαγγελματική ανασφάλεια έχει επιδεινώσει αυτήν την κατάσταση. Η διαταραχή της καθημερινότητας δυσχεραίνει την αίσθηση του χρόνου. Η παρατεταμένη παραμονή στην οικία οδηγεί σε λιγότερη έκθεση στο φυσικό φως, διαταράσσοντας τον κιρκάδιο ρυθμό που ρυθμίζει τον ύπνο. Η διακεκριμένη επιστήμονας, σε οδηγίες που έδωσε για τη ρύθμιση του ύπνου, αναφέρει:
– Να εκτίθενται τα άτομα σε έντονο φως το πρωί και να αποφεύγουν κατά το δυνατό το μπλε φως το βράδυ, που μπορεί να καταστείλει την έκκριση της μελατονίνης, η οποία είναι ορμόνη ρύθμισης του ύπνου.
– Τη σημασία της ηρεμίας τις ώρες πριν τον ύπνο, μέσω ενός χαλαρωτικού μπάνιου, τη χαλαρωτική μουσική ή τον διαλογισμό.
– Να διατηρείται το περιβάλλον σε σωστή θερμοκρασία και να χρησιμοποιούνται κουρτίνες που περιορίζουν το φως ή/και ωτοασπίδες για την προστασία από τους θορύβους.
– Πριν τον ύπνο συνίσταται να αποφεύγονται η χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και η κατανάλωση υπερβολικού φαγητού ή υγρών, καφεΐνης, νικοτίνης ή αλκοόλ.
– Να αποφεύγεται ο ύπνος μεγάλης διάρκειας κατά τη διάρκεια της ημέρας.
– Εάν τα συμπτώματα επιμένουν, τότε συνίσταται η επίσκεψη σε ειδικό γιατρό.