Στη δημοσιότητα έδωσε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ τη μελέτη τίτλο: «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», τα ευρήματά της οποίας παρουσιάστηκαν σήμερα κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Εικ. Τεχνών & Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Στη μελέτη παρουσιάζεται η μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι και το 2019, εστιάζοντας στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, «κατά τη διάρκεια της περιόδου, που εξετάστηκε και στο πλαίσιο των τριών μνημονίων λιτότητας, υιοθετήθηκε μεγάλο πλήθος φορολογικών μεταβολών, με τις οποίες αναπροσαρμόστηκαν ανοδικά οι σχετικοί φορολογικοί συντελεστές και αυξήθηκε, σε πολλές περιπτώσεις υπέρμετρα, το φορολογικό βάρος που σηκώνουν τα νοικοκυριά.
Στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, οι εκτεταμένες και αλλεπάλληλες αυξήσεις των σχετικών συντελεστών τόσο του ΦΠΑ όσο και των ειδικών φόρων κατανάλωσης εκτόξευσαν τη φορολογική επιβάρυνση από 11,4% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, το 2008, σε 15,7%, το 2019. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι αυξήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2014, στο πλαίσιο των δύο πρώτων μνημονίων. Την περίοδο 2014-2019, οι φορολογικοί συντελεστές εξακολούθησαν να μεταβάλλονται, αλλά κατά πολύ μικρότερο βαθμό και όχι προς ενιαία κατεύθυνση. Συνολικά, από το 2008 έως το 2019, η αντίστροφη προοδευτικότητα των έμμεσων φόρων ενισχύθηκε, λιγότερο, όμως, από όσο θα αναμέναμε.
Η δραματική συρρίκνωση των οικογενειακών προϋπολογισμών και η συνακόλουθη αναδιάρθρωση των οικογενειακών δαπανών εξηγούν αυτήν την εξέλιξη.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ποιοι επηρεάστηκαν περισσότερο
Παράλληλα, στη μελέτη επισημαίνεται ότι η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1/4 περίπου, κατά μέσο όρο, δεν ήταν ενιαία για όλα τα νοικοκυριά.
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της μελέτης, «ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε. Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς σηματοδότησε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης.
Αυτή η αλλαγή τάσης δεν αρκεί, για να ανατρέψει τις εξελίξεις της περιόδου 2008-2014, οι οποίες κυριαρχούν στο σύνολο της περιόδου 2008-2019.
Τα στοιχεία οικογενειακών προϋπολογισμών του 2019 έχουν, επίσης, αξιοποιηθεί, για να εκτιμηθούν οι διανεμητικές επιπτώσεις της τρέχουσας πληθωριστικής κρίσης και, συγκεκριμένα, να απαντηθεί το ερώτημα: “Πόσο θα αυξανόταν το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών σήμερα, αν αυτά επιδίωκαν να διατηρήσουν σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας στα επίπεδα του 2019, δηλαδή του έτους πριν την εκδήλωση της κρίσης του κορονοϊού;”. Όπως είναι ίσως αναμενόμενο, η ποσοστιαία αύξηση του κόστους ζωής είναι μεγαλύτερη όσο φτωχότερο είναι το νοικοκυριό. Αυτό, όμως, συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε άλλες χώρες, για τις οποίες έχουν γίνει παρόμοιες μελέτες, ενώ εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχότερων, τείνει να αποκτήσει μια δυναμική που καθορίζεται πρωτίστως από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα.
Για πρώτη φορά, τον μήνα Σεπτέμβριο, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων επέφεραν μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση στις οικογενειακές δαπάνες συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια.
Η προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των ευάλωτων, αποκτά επομένως υψηλή προτεραιότητα. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη τεθεί με έμφαση στον δημόσιο διάλογο από τη ΓΣΕΕ, η οποία έχει επισημάνει την επίπτωση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των μισθών».
Τι παρατηρείται στην Ελλάδα
Με βάση την έρευνα, «στην Ελλάδα, παρόλο που η φορολογική κλίμακα έχει όντως σχεδιαστεί με προοδευτικό τρόπο, στην πράξη η προοδευτικότητά της υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν υπάγονται σε αυτήν όλα τα εισοδήματα, επειδή είτε αυτά δεν δηλώνονται στις φορολογικές αρχές είτε ο ίδιος ο νόμος προβλέπει τη φορολόγησή τους σε ξεχωριστή κλίμακα (π.χ. τα ενοίκια) ή με ενιαίο αυτοτελή συντελεστή (π.χ. τα μερίσματα). Αν εντοπίζονταν τα πραγματικά εισοδήματα και υπήρχε συνεκτικός ορισμός του εισοδήματος, θα μπορούσε να εξορθολογιστεί και η δομή του συστήματος με πολύ πιο σταδιακά ανερχόμενους οριακούς φορολογικούς συντελεστές.
Ο εντοπισμός της φορολογητέας ύλης από τις αρχές και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ήταν πάντα στις διακηρυγμένες προτεραιότητες των κυβερνήσεων, οι ενδείξεις, όμως, που προκύπτουν και από τη συγκεκριμένη μελέτη συντείνουν στο ότι το περιθώριο βελτίωσης του επιπέδου φορολογικής συμμόρφωσης στη χώρα μας είναι μεγάλο.
Η κατανόηση των παραγόντων που επηρεάζουν τη φορολογική συμμόρφωση γίνεται ένα όλο και πιο διεπιστημονικό πεδίο έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, οι φορολογικές αρχές στην Ελλάδα δίνουν έμφαση στην επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών και στον ψηφιακό μετασχηματισμό των φορολογικών ελέγχων. Γενικότερα, το μέλλον της φοροδιαφυγής σε συνθήκες μεταβαλλόμενων τεχνολογικών δυνατοτήτων αποτελεί πρόκληση για τις φορολογικές αρχές».
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «οι ενισχυμένες δυνατότητες διασταύρωσης πληροφοριών εκ μέρους των φορολογικών αρχών πιθανότατα θα μειώσουν σημαντικά το περιθώριο απόκρυψης εισοδημάτων για τους περισσότερους φορολογούμενους, όμως δεν θα συμβεί το ίδιο με έναν μικρό αριθμό φορολογουμένων πολύ υψηλού εισοδήματος, οι οποίοι θα μπορούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τις δυνατότητες που θα τους δίνει η τεχνολογία».
Αναφορικά με τις επιλογές πολιτικής, στη μελέτη σημειώνονται τα εξής: «η υπαγωγή διαφορετικών κατηγοριών εισοδημάτων σε διαφορετικές κλίμακες ή η προκλητικά χαμηλή αυτοτελής φορολόγηση των μερισμάτων είναι παραδείγματα επιλογών που δεν προάγουν ούτε την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά ούτε και την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων. Παράλληλα, οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης σήμαναν την ουσιαστική εγκατάλειψη της πολιτικής φορολογικών ελαφρύνσεων για τις οικογένειες με παιδιά.
Η απλοποίηση των φορολογικών διατάξεων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις εις βάρος των οικογενειών, αν, παράλληλα, ενισχύονταν με αποφασιστικό τρόπο οι πολιτικές ουσιαστικής υποστήριξης των οικογενειών με παιδιά με άλλους τρόπους.
Η δραματική επιδείνωση των δεικτών παιδικής φτώχειας, που διαπιστώνεται σε πλήθος ερευνών, αποδεικνύει, όμως, τη βαθιά ελλειμματική αντιμετώπιση των οικογενειών από τις κρατικές πολιτικές» τονίζεται στη μελέτη.
Δείτε ΕΔΩ όλη τη μελέτη