Η τουριστική περίοδος δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες της ελληνική οικονομίας για ανάκαμψη και επιστροφή στην κανονικότητα, με το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ να διαβλέπει δραματικές αλλαγές στις σχέσεις εργασίας και μείωση εισοδημάτων.
Το έβδομο δελτίο οικονομικών εξελίξεων δημοσιεύει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, σε μία περίοδο που, όπως αναφέρει, η οικονομική, η κοινωνική και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο μείγμα εξελίξεων.
Όπως αναφέρεται στο δελτίο, η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς εργασίας δεν δημιουργεί αισιοδοξία θετικών προοπτικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2020, η απασχόληση μειώθηκε κατά 5% ή 195.800 άτομα. Συγχρόνως, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται μέχρι τον Απρίλιο λόγω μεταφοράς πολλών εργαζομένων σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας, με αποτέλεσμα να καταγράφονται στους μη οικονομικά ενεργούς. Ωστόσο, τον Μάιο το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 15,7% σε 17%. Σε επίπεδο ροών μισθωτής εργασίας το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 είχαν δημιουργηθεί 170.470 λιγότερες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019 επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2013.
Ωστόσο, σε σχέση με το αποτέλεσμα του προηγούμενου 5μήνου ή 6μήνου, ο Ιούνιος και Ιούλιος εμφάνισαν ετήσια αύξηση καθαρών προσλήψεων χάρη στην έναρξη της τουριστικής περιόδου και τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες σε συνδυασμό με την αρχική συγκράτηση της πανδημίας δημιούργησαν προσδοκίες σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα. Δυστυχώς, οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν με το δεύτερο κύμα πανδημίας και την καθίζηση των τουριστικών εσόδων.
Παράλληλα με την προβλεπόμενη μεγάλη μείωση του όγκου της απασχόλησης φέτος, αναμένεται και η ταυτόχρονη μείωση του χρόνου απασχόλησης εξαιτίας της στροφής στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (περίπου 50% των νέων θέσεων εργασίας) και των μέτρων αναστολής εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η επίπτωση της κρίσης της πανδημίας στη μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι 10 φορές μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν στην κρίση του 2007-2008. Οι δραματικές αυτές εξελίξεις στο μέτωπο της απασχόλησης και των σχέσεων εργασίας θα έχουν ως αποτέλεσμα την σοβαρή μείωση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος.
Δεδομένης της αναζωπύρωσης της πανδημίας, της κακής επίδοσης του τουρισμού και των νέων μέτρων συγκράτησης της προσφοράς-ζήτησης κυρίως στον άξονα τουρισμός-επισιτισμός, η εξέλιξη του ΑΕΠ και της απασχόλησης τα επόμενα 2-4 τρίμηνα θα προσδιορίσουν αφενός το συνολικό οικονομικό κόστος του COVID-19 για το 2020, και αφετέρου τη δυναμική της επιστροφής της χώρας στο προ-υγειονομικής κρίσης οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, ο συνδυασμός υγειονομικής, οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας που προσδιορίζει την τρέχουσα συγκυρία έχει αυξήσει δραματικά τις ανησυχίες και τους φόβους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Δεδομένης αυτής της εμπειρίας, της μεγάλης κάμψης του τζίρου των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικής αβεβαιότητας που επικρατεί διεθνώς, οι όποιες προσδοκίες ανάκαμψης των επενδύσεων το 2021 έχουν υψηλό ρίσκο διάψευσης.
Ενδεικτικό του δημοσιονομικού αντίκτυπου της κρίσης είναι ότι το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου η υστέρηση των εσόδων ανήλθε σωρευτικά στα 4.231 εκατ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες υπερέβησαν κατά 4.599 εκατ. τον στόχο του προϋπολογισμού για το αντίστοιχο διάστημα. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα του Κρατικού Προϋπολογισμού διαμορφώθηκε στα -10.915 εκατ. ευρώ (έναντι στόχου 2.086 εκατ. ευρώ) και το πρωτογενές ισοζύγιο στο -7.463 εκατ. ευρώ, έναντι της πρόβλεψης για πρωτογενές πλεόνασμα 1.166 εκατ. ευρώ στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2020.
Την ίδια στιγμή, η πτώση των εξαγωγών προϊόντων κι υπηρεσιών κατά 15,4% και 52% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο και κατά 6,1% και 25,2% το α’ εξάμηνο μπορεί ως ένα βαθμό να αντανακλά το παγκόσμιο σοκ της πανδημίας, αλλά ταυτόχρονα στέλνει επείγοντα μηνύματα στο σχεδιασμό αναπτυξιακής στρατηγικής. Η μείωση της συνεισφοράς των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ από 35,3% το α’ εξάμηνο του 2019 σε 32,6% το ίδιο διάστημα του 2020 και σε 26,4% ειδικότερα το β’ τρίμηνο του 2020 πρακτικά αποκαλύπτει την αδύναμη παραγωγική ισχύ, την μειωμένη εξωστρέφεια και τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η διάρθρωση και η στόχευση των νέων μέτρων παρέμβασης που πρέπει να γίνουν στην οικονομία είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες σταθεροποίησης και αντιστροφής της ύφεσης. Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το μείζον μήνυμα της υγειονομικής κρίσης του COVID-19, ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της υποβάθμισης της εργασίας, των οικονομικών ανισοτήτων, της οικολογικής υποβάθμισης και του κοινωνικού αποκλεισμού των τελευταίων δεκαετιών έκλεισε τον κύκλο του και φαίνεται ήδη ξεπερασμένο. Υπάρχει άμεση ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης ενός ολιστικού σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.