Μετανάστες σε απόγνωση στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τους πούλησαν την ελπίδα, δίνοντας στους διακινητές όσα χρήματα είχαν και πλέον δεν ξέρουν τι να κάνουν. Μέσα στο κρύο στις Καστανιές παραμένουν κάτω από άθλιες συνθήκες.
Με κάθε μέσο που μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους, από λεωφορεία, μίνι μπας, ΙΧ αυτοκίνητα, φορτηγά με κλειστές και ανοιχτές καρότσες έως και κάρα, “καραβάνια” ανθρώπων όλων των ηλικιών, με σακίδια στους ώμους και τεράστιους μπόγους με τα λιγοστά υπάρχοντά τους στα χέρια και το κεφάλι, προσπαθούν να προσεγγίσουν τον συνοριακό σταθμό του Παζάρ Κουλέ (Pazar Kule), απέναντι από τις Καστανιές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Διασχίζοντας τη διαδρομή από τα Ίψαλα (τον τουρκικό συνοριακό σταθμό μετά τους Κήπους) έως το Παζάρ Κουλέ, συναντά κανείς, εκεί που δεν το περιμένει, μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων. “Σμήνη” μεταναστών και προσφύγων “ξεπηδούν” από παντού- από παραδρόμους, νησίδες και χωράφια- και αρκετοί από αυτούς δεν διστάζουν ακόμα και να διασχίσουν κάθετα δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, πηδώντας από τα διαζώματα προκειμένου να φτάσουν πρώτοι στον προορισμό τους σε έναν ιδιότυπο “αγώνα δρόμου” προς το άγνωστο…
Πρόσφυγες και μετανάστες ανά ομάδες συναντά κανείς και στο κέντρο της Αδριανούπολης, καθώς περνά από τις περίτεχνες πέτρινες γέφυρες της ιστορικής πόλης, κινούμενος προς τα σύνορα, εκεί που οι εικόνες λίγες εκατοντάδες μέτρα από τον συρμάτινο φράχτη, θυμίζουν την εποχή που πλάι στο χωριό της Ειδομένης στηνόταν ένας άτυπος προσφυγικός καταυλισμός.
Η ένταση χτυπάει “κόκκινο” όσο περνάει η ώρα
Χιλιάδες άνθρωποι παραμένουν εκεί, με την ένταση να χτυπάει “κόκκινο” όσο περνάει η ώρα, ενώ πριν από το απαγορευτικό διέλευσης που έχουν στήσει οι τουρκικές αρχές κάποια μέτρα μακρύτερα, αρχίζει να “ξεδιπλώνεται” ένας μικρόκοσμος με αυτοσχέδια υπαίθρια μικρομάγαζα αλλά και “τρέντι” καντίνες, που προσφέρουν ακόμα και καπουτσίνο αντί του ποσού των 11 τουρκικών λιρών (12 ο διπλός).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σιμίτια (είδος κουλουριού), σάντουιτς με λουκάνικα ψημένα στα κάρβουνα, κυδώνια, φράουλες και -φυσικά- τσάι είναι μερικά μόνο από τα προϊόντα που διατίθενται προς πώληση, ενώ την ίδια ώρα κάποιοι εθελοντές από τη γειτονική Αδριανούπολη (Edirne) μοιράζουν ό,τι μπορούν σε όσους φτάνουν εξουθενωμένοι συνήθως από το ταξίδι.
“Δεν είμαστε από καμιά οργάνωση. Είμαστε εδώ εγώ και η οικογένειά μου, μόνοι. Είμαστε εδώ για τον ‘Ανθρωπο που είναι σε ανάγκη”, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χουσεϊν, ο οποίος μαζί με άλλα τρία άτομα μοίραζαν ψωμί και σούπα στους περαστικούς, ενώ πιο κάτω ένας άλλος εθελοντής είχε γεμίσει το φορτηγάκι του τσάντες με ψωμιά.
Με ένα “ευχαριστώ” στα τουρκικά και ένα χαμόγελο ανταπέδιδαν πρόσφυγες και μετανάστες τη χειρονομία των εθελοντών, ενώ στο πεδίο υπήρχαν και εργαζόμενοι σε διάφορες οργανώσεις, έτοιμοι να προσφέρουν βοήθεια στους νεοαφιχθέντες.
“Ήρθαμε εδώ για την ελπίδα, αυτή μας πούλησαν”
“Ήρθαμε εδώ για την ελπίδα, αυτή μας πούλησαν”, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 22χρονος Αμπντέλ Χάντι από το Ίντλιμπ της Συρίας, ένας από τους εκατοντάδες ανθρώπους που σήμερα το πρωί ήταν συγκεντρωμένοι λίγα μέτρα μακρύτερα από τον τουρκικό συνοριακό σταθμό, στα Ίψαλα, προσδοκώντας να περάσουν στο ελληνικό έδαφος.
Φανερά απογοητευμένος από το γεγονός ότι το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε πριν από περίπου έναν μήνα, σταμάτησε εκεί, ο 22χρονος ρωτούσε συνεχώς και με έκδηλη αγωνία πότε θα μπορέσει να πάει στη Γερμανία, όπου ζουν ήδη τα αδέλφια του. Όσο, όμως, περνούσε η ώρα καταλάβαινε ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί…
“Έφυγα από την εμπόλεμη ζώνη και δεν σκοπεύω να ξαναγυρίσω. Είμαι νέος στην Τουρκία, ούτε έναν μήνα καλά- καλά, αλλά δεν σκοπεύω να μείνω πολύ εδώ. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους στα σύνορα, αλλά δεν έχω άλλους φίλους ή γνωστούς”, εξηγεί ο νεαρός Σύρος, ο οποίος βγάζει από την τσέπη του την ταυτότητά του, όπου αναγράφεται στα αραβικά ο τόπος καταγωγής του. “Για να μη νομίσετε ούτε μια στιγμή ότι λέω ψέματα”, τονίζει, εξηγώντας ότι δεν έχει σκοπό να αναζητήσει διακινητές για να συνεχίσει το ταξίδι του, αφενός μεν γιατί ξόδεψε ήδη 1000 ευρώ από τα λιγοστά λεφτά του για να φτάσει στην Τουρκία, αφετέρου δε επειδή αυτού του είδους τα “ταξίδια” είναι δύσκολα και επικίνδυνα, όπως τονίζει με νόημα.
Στην κουβέντα παρενέβη ένας άλλος Σύρος, ο Όμαρ, ο οποίος ήρθε στα Ίψαλα από την Κωνσταντινούπολη γιατί του είπαν πως από εκεί θα περνούσε πιο εύκολα. “Τώρα περιμένω να έρθει κάποιο μίνι μπας για να μπορέσω να πάω στο Παζάρ Κουλέ”, έλεγε, αν και μέσα του ήταν σίγουρος “ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα”.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, μια 15μελής οικογένεια Αφγανών, έχοντας πλέον κατανοήσει πως τα σύνορα δεν πρόκειται να ανοίξουν, αναρωτιέται πώς θα γυρίσει πίσω στο Αφιόν Καραχισάρ (Afyonkarahisar), όπου είχε καταλύσει το τελευταίο εξάμηνο, οπότε κι έφτασε στην Τουρκία, μέσω Ιράν. “Ακόμα και να θέλαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας από εδώ, με διακινητές, θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον 2.000 λίρες το άτομο”, αναφέρει ένα από τα νεότερα μέλη της οικογένειας, ο 20χρονος Μοχάμεντ.
«Κανείς μας δεν έχει χρήματα να γυρίσει πίσω»
“Το βασικό μας πρόβλημα τώρα είναι πώς θα γυρίσουμε πίσω, αφού κανείς μας πλέον δεν έχει χρήματα. Όσα ζητούσαν πριν για πέντε άτομα, τώρα ζητούν για τον καθένα από εμάς”, υποστηρίζει ο νεαρός Αφγανός, ο οποίος έβγαζε μεροκάματο ως ξυλουργός στο Αφιόν Καραχισάρ, αλλά τα χρήματα δεν έφταναν ούτε για τα βασικά, όπως λέει.
Από την Κωνσταντινούπολη βρέθηκε όχι στα Ίψαλα αλλά στο Παζάρ Κουλέ ένας άλλος 20χρονος Σύρος, ο ‘Αχμεντ, ο οποίος είναι αποφασισμένος να παραμείνει, όπως λέει, εκεί καθώς δεν έχει άλλη επιλογή. “Τα χρήματά μου τελείωσαν. Αλλά ακόμα και να είχα, για ποιο λόγο να επιστρέψω; Δεν έχω τίποτα να ελπίζω εδώ. Θέλω να πάω στη Γερμανία, όπου ζουν οι δικοί μου”, αναφέρει και προσθέτει πως εάν ακούσει για κάποιο άλλο “καλύτερο και πιο εύκολο πέρασμα” δεν θα διστάσει ακόμα και να περπατήσει για μέρες ώσπου να φτάσει εκεί.
Τόσο στα Ίψαλα όσο και στο Παζάρ Κουλέ, καθώς πέφτει η νύχτα πρόσφυγες και μετανάστες μαζεύουν κλαδιά και ξύλα και ανάβουν φωτιές για να αντέξουν ακόμα μια νύχτα, όπως λένε, το τσουχτερό κρύο αλλά και την υγρασία που “σπάει” κόκαλα.
Την ίδια ώρα, μια παρέα μικρών παιδιών στα Ίψαλα παίζουν ανέμελα αδιαφορώντας για τις κάμερες, τα τηλεοπτικά συνεργεία και ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω τους, επιβεβαιώνοντας τον “κανόνα” της παιδικής αθωότητας.