Έφυγε στα γεμάτα 98 της, τόσο ανθρώπινα όσο κι έζησε, η Ζακλίν ντε Ρομιγί.
Τη χαρά των βιβλίων και αναφορών της όσοι την απόλαυσαν από τις εκδόσεις ΑΣΤΥ ή τα πρωτότυπα Γαλλικά, ας την ανανεώσουν.
Για τους υπόλοιπους η επαφή με το «Γιατί η Ελλάδα», ή τον «Αλκιβιάδη» είναι ένας από τους άξιους τρόπους, για να σκεφτούμε καλύτερα το τώρα, το που θέλουμε να πάμε και από ποιο εντέλει Πνευματικό Οικουμενικό Ταμείο θα επιλέξουμε να νοηματοδοτήσουμε τον συλλογικό μας βίο.
Η Ρομιγί δεν ήταν φιλέλληνας ή κάτοικος Ελλάδος ή όποια άλλη λεκτική χρήση, περισταλτική του ελληνικού νοήματος εφευρεθεί, για δήθεν ενδυνάμωση της κρατικής μας υπόστασης.
Ήταν ελληνίστρια, έζησε την Ελλάδα, με την Αθήνα του 5ου αιώνα σαν «επιστημονικό παράδειγμα», σαν αναφορά οδηγητική στην γέννηση ιδεών, στην εφευρετικότητα που επινοεί τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, το νόμος το μέτρο, ην ηπιότητα, τελικά το ανθρώπινο που ορίζεται ως ρύθμιση του συναισθήματος.
Χαρακτηριστικό στη σκέψη της Ρομιγί, το παράδειγμα «ενσυναίσθησης» του ομηρικού Οδυσσέα. Ο θνητός ήρωας, ένθεος καθότι άνθρωπος, αρνείται την πρόσκληση της θεάς Αθηνάς που τον καλεί να παρακολουθήσει το χαμό του εχθρού του Αίαντα, δηλαδή λέει όχι σε μια από τις ισχυρές παρορμήσεις του. «Είμαι άνθρωπος και θα μπορούσε να μου συμβεί το ίδιο».
Πρόκειται για την ελληνική -κατά Ρομιγί- εκδοχή της ουσίας του ανθρώπινου , ως συνείδησης του κοινού, του ισόμοιρου, το οποίο και λειτουργεί σαν ρυθμιστής, σαν διευθυντής ορχήστρας στην εσωτερική συναυλία των οργάνων-θεών, παρορμήσεων , συναισθημάτων- που προκαλεί η ζωή και το γεγονός.
Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός των μονίμως ενοικούντων στην «ψυχή» των ανθρώπων. Η συναίσθηση της κοινής υπόστασης, η δυνατότητα να βλέπεις στον άλλο την κοινή ανθρώπινη ουσία, είναι η τελική επαναστατική ιδέα, αυτή που προσδίδει στον ελληνισμό την οικουμενικότητα. Γιατί προσφέρει στο άτομο το ουσιώδες κριτήριο στην επιλογή στάσεων, συμπεριφορών, πράξεων. Είναι η πυξίδα ατομικής αλλά και συλλογικής ζωής, είναι ο πυρήνας του Κόσμου.
Τα υπόλοιπα που διαχρονικά επέζησαν ως σκέψη και κόσμος Ελλάδας, από τη γέννηση της δημοκρατίας έως την έννοια του τραγικού, είναι απλώς επιτεύγματα αυτής της ιδιοφυούς σύλληψης που συνδέει το ατομικό και μερικό με το γενικό και συλλογικό , λειτουργώντας ως έννοια οικουμενική, ως παράδειγμα καθολικό.
Έτσι στον αρχαικό δημόσιο βίο η συνείδηση της κοινής ουσίας οδηγεί στην αναγνώριση της κοινής μοίρας ως ενδεχόμενου- μπορεί να βρεθώ στη θέση του- και οικοδομεί σε αυτή τη βάση το κοινό συμφέρον, δηλαδή την επιλογή του να ζούμε μαζί- αφού μοιραζόμαστε κάτι κοινό- εφευρίσκοντας, επινοώντας παράλληλα τα «εργαλεία» αυτής της δύσκολης τέχνης. Τη δημοκρατία, τους νόμους, τους θεούς, τους ήρωες δηλαδή τις αξίες που καθολικά διέπουν, χρωματίζουν, ζωογονούν, το εφήμερο, το συγκεκριμένο, το καθημερινό.
Η ροή της Ελληνικής σκέψης, η συνεχής συγκρουσιακή μετάβαση από το ειδικό στο γενικό, και αναδραστικά από το καθολικό στο συγκεκριμένο, αποκαλύπτεται στην εκδοχή Ρομιγί, με την αρμονία και την πλαστικότητα που έχει ένα γλυπτό της κλασσικής εποχής ή ένα απόσπασμα λυρικής ποίησης.
Γι αυτό στη σύλληψη της δημοκρατίας η ελευθερία ορίζεται ως πράξη της επιλογής. Και γι αυτό δεν κατοχυρώνεται η ελευθερία αλλά η δυνατότητα επιλογής. Δηλαδή η ατομική συνείδηση της κοινής μοίρας, επιβάλλει το συλλογικό αγαθό της ισότητας δυνατοτήτων επιλογής.
Αναπολούμε; Διηγούμαστε τα ένδοξα;
Η νοσταλγία και η συγκίνηση είναι φανερά, όμως ο λόγος, όπως και η Ρομιγί θα έλεγε, είναι πάντα το τώρα και το εδώ.
Αν κάτι μας οδηγεί αναπόδραστα στην παρακμή, δεν είναι η ανεργία, η αδράνεια θεσμών, η οικονομική ανέχεια ή όποιες άλλες εκδηλώσεις χρεοκοπίας θα ήθελε να συμπεριλάβει κανείς.
Μας λείπει, στη συλλογική μας σημερινή παρουσία, όπως καθημερινά εκδηλώνεται στον ίδιο τόπο που ζούμε, το βασικό γιατί, ο αξιακός λόγος κοινής ύπαρξης.
Όχι σαν συγκεκριμένο ερώτημα του γιατί ζούμε μαζί, αλλά σαν στοχαστική προσπάθεια, θετική διεργασία σκέψης στην κατεύθυνση της αναζήτησης κοινών αναφορών για ένα νέο ξεκίνημα. Μας λείπει κάτι σαν τη σκέψη του Οδυσσέα που ανέδειξε η Ρομιγί.
Ψηφίδα ψηφίδα, με αφετηρία τη φαντασία των παραδόσεων μας και το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που γεννά η συνείδηση της ιστορικότητας, χρειάζεται να ορίσουμε τον χάρτη των αξιών του κοινού συμφέροντος για να αντικαταστήσουμε αυτό που απέτυχε. Να αντικαταστήσουμε αυτό που ζήσαμε, την συνειδητή ή όχι συνομολόγηση μιας απο-ανθρώπινης, κοινής υπερ-καταναλωτικής, οξειδωτικής αντίληψης της ευτυχίας ως συσσώρευσης αγαθών.
Που μας χρεοκόπησε γιατί υποχρεωτικά οδηγεί στο να χρησιμοποιούμε «τη σκέψη του Οδυσσέα» ανάποδα. Κοιτάμε μεν τον άλλο όχι όμως για να συναισθανθούμε, αλλά για να συγκριθούμε στη βάση του αν θα χάσει όσα και εμείς από τον μισθό, τις απολαυές, εάν θα «δυστυχήσει» εξίσου.
Και αυτό, συνδικάτα και άτομα και πολιτικοί και ταγοί, το ονομάζουμε δικαιοσύνη και ισομοιρία και προοδευτική πολιτική, κοινωνικό πρόσωπο.
Από εκεί χρειάζεται να αρχίσουμε, αυτή την αναστροφή να ανατρέψουμε. Τότε η ανάπτυξη που κάποιοι εντελώς εργαλειακά και περιοριστικά, θεωρούν τεχνικό ζήτημα, και η ελπίδα που καθολικά αποζητούμε , θα προκύψουν αβίαστα . Ελληνικά.