Ήταν από τις ειδήσεις που δεν θέλεις να γράψεις. Ο Λουκιανός των παιδικών μας χρόνων δεν είναι πια εδώ. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που συντρόφεψε και μεγάλωσε με την μουσική του γενιές και γενιές έφυγε νωρίς. Πάντα μπροστά από την εποχή του τραγουδούσε το σήμερα και το αύριο. Έπαιρνε τις εικόνες που χαρακτήριζαν την κάθε εποχή και τις έκανε μουσική και στίχο. Και έκανε το πιο διάσημο πάρτι της Ελλάδας. Ο Λουκιανός, ένας από τους πιο σημαντικούς τραγουδοποιούς που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, ο «Φτωχός και Μόνος Καουμπόι» που μας ταξίδεψε με το «Πάρτι» του, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών μετά από πολυήμερη μάχη σε ιδιωτικό νοσοκομείο.
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης “έφυγε” τα ξημερώματα της Τρίτης (07.02.2017) μετά από πολυήμερη μάχη και νοσηλεία σε ιδιωτικό νοσοκομείο, όπου είχε εισαχθεί στις αρχές Ιανουαρίου με προχωρημένο στάδιο καρδιακής ανεπάρκειας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Ο Λουκιανός έφυγε σήμερα, 7 Φεβρουαρίου 2017, τα ξημερώματα από κοντά μας. Ευχαριστούμε πολύ όλους τους γιατρούς, τις νοσηλεύτριες και τους νοσηλευτές που τον φρόντισαν σε όλες του τις νοσηλείες. Ευχαριστούμε όλους εσάς που τον αγαπήσατε και ξέρουμε ότι θα τον αγαπάτε για πάντα. Η τελετή θα γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο. Στη μνήμη του Λουκιανού όσοι θέλετε μπορείτε να καταθέσετε χρήματα στον λογαριασμό GR8501101130000011395450502 της Εθνικής Τράπεζας βοηθώντας μία αγαπημένη μας οικογένεια που το έχει ανάγκη», αναφέρει η οικογένειά του σε ανακοίνωσή της.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως αναφέρει στην λιτή ανακοίνωσή του το νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ: «Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης απεβίωσε τα ξημερώματα μετά από βραχεία νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, λόγω προχωρημένου σταδίου καρδιακής ανεπάρκειας».
Ο φτωχός και μόνος καουμπόι των παιδικών μας χρόνων δεν μένει πια εδώ. Γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 15 Ιουλίου 1943 και ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες τραγουδοποιούς. Σπούδασε στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων και κατόπιν Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθώς και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, χωρίς ποτέ να ασκήσει αυτό το επάγγελμα. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Βαγενά και απέκτησε μαζί της δύο κόρες. Το 1999 δημιούργησαν μαζί τη δική τους μουσική σκηνή, το «Μεταξουργείο».
Η καλλιτεχνική καριέρα του Λουκιανού Κηλαηδόνη ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου Η Πόλη μας. Τα τραγούδια, στον ομότιτλο δίσκο που κυκλοφόρησε, ερμήνευσαν η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μανώλης Μητσιάς. Ακολουθεί ο δίσκος «Κόκκινη Κλωστή» σε στίχους Νίκου Γκάτσου με τις ερμηνείες της Δήμητρας Γαλάνη και του Μανώλη Μητσιά.
Το 1973 κυκλοφορούν σε κόκκινο βινύλιο τα «Μικρoαστικά» σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη, όπου για πρώτη φορά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ερμηνεύει δικές του συνθέσεις. Αυτή η δουλειά είναι σταθμός στην καλλιτεχνική του πορεία, αλλά και στα μουσικά πράγματα, γιατί τα «Μικροαστικά» πριν εκδοθούν σε δίσκο κυκλοφορούν παράνομα στη διάρκεια της δικτατορίας και γίνονται σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά.
Επόμενη δισκογραφική δουλειά του είναι τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» πάλι σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη. Το 1976 ο Λουκιανός γράφει το «Media Luz», το μόνο δίσκο με ορχηστρική μουσική, που είναι το σάουντρακ μιας υποθετικής ταινίας «Film Noir». Από το 1978 και μέχρι το 1991 κυκλοφορούν πέντε απόλυτα προσωπικοί του δίσκοι: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόϋ», «Ψυχραιμία Παιδιά», «Χαμηλή πτήση», «Τραγούδια για κακά παιδιά», «Γιατί θα γίνω μαραγκός» κι ένας δίσκος με τραγούδια της δεκαετίας του ’50 και τίτλο «Fifties και ξερό ψωμί».
Το 1993 κυκλοφορεί το διπλό του άλμπουμ «Αχ! Πατρίδα μου γλυκειά» που είναι μια καταγραφή της μουσικής πορείας της Ελλάδας τα τελευταία 50 χρόνια. Στη δουλειά αυτή παρουσιάζονται δισκογραφικά για πρώτη φορά κατηγορίες τραγουδιών που ανήκουν στον χώρο της προφορικής παράδοσης, όπως σχολικά, τραγούδια της γειτονιάς, του δρόμου, της κατασκήνωσης, του κατηχητικού, προσκοπικά και ακόμη επτανησιακά, καντάδες, ελαφρά και ρεμπέτικα.
Παράλληλα γράφει θεατρική και κινηματογραφική μουσική. Για δέκα συνεχή χρόνια γράφει αποκλειστικά τη μουσική για το «Ελεύθερο Θέατρο» – «Ελεύθερη Σκηνή» (Μουσική από τις παραστάσεις αυτές κυκλοφορεί και σε διπλό άλμπουμ με τίτλο: «Πάμε μαέστρο») και είναι βασικός συνθέτης των παραστάσεων του «Θεσσαλικού Θεάτρου» της πρώτης περιόδου.
Συνεργάζεται επίσης με το Εθνικό Θέατρο, με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με το Λαϊκό Θέατρο του Λ. Τριβιζά, καθώς και με την παιδική σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου. Γράφει μουσική για τις ταινίες: «Οι κυνηγοί» και «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ελευθέριος Βενιζέλος» του Παντελή Βούλγαρη και «Οι Αθηναίοι» του Βασίλη Αλεξάκη, καθώς και μουσική για πολλές τηλεοπτικές εκπομπές.
Το πιο γνωστό πάρτι της ιστορίας
Το περίφημο Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, έγινε στις 25 Ιουλίου του 1983 και συγκέντρωσε πάνω από 70.000 άτομα (άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό στις 100.000).
…όσοι πηγαίνουν στη Βουλιαγμένη,
λέει ένας νόμος παλιός,
νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο φτιαγμένοι,
πάντα τη βρίσκουν αλλιώς…
Στο πάρτυ αυτό εμφανίστηκαν διαδοχικά οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βαγγέλης Γερμανός, Γιώργος Νταλάρας, Αφροδίτη Μάνου και Μαντώ, αποβιβαζόμενοι με ταχύπλοα στην πλωτή εξέδρα, μια φορτηγίδα φερμένη από τον ΟΛΠ, που είχε στηθεί γι αυτόν τον σκοπό στα δύο μέτρα από την ακτή.
Σε μια εποχή που ο όρος beach party δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, αυτό το πάρτυ κατάφερε να δημιουργήσει το αδιαχώρητο σε όλη την παραλιακή λεωφόρο, από τη Βουλιαγμένη μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού. Όχι άδικα, το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη θεωρήθηκε το ελληνικό Woodstock και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης με αυτήν την εκδήλωση ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα και τα θέατρα, σε φυσικούς χώρους. Σύντομα το μουσικό αυτό πάρτυ βρήκε μιμητές με το υπαίθριο “Τριήμερο στο Άκτιο”, τριήμερη μουσική συναυλία στο χώρο παρά το αεροδρόμιο Ακτίου, δίπλα στην Πρέβεζα.
Ο ίδιος είχε δηλώσει για αυτή τη βραδιά: «Πάντα για τα πάρτι μου έψαχνα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας ή το απέραντο γρασίδι αυτών των κήπων, πάντα ήθελα να φαίνονται όλα χαλαρά και απρόβλεπτα για να αισθάνονται όλοι σαν το σπίτι τους, όση δουλειά κι αν κρυβόταν από πίσω, πάντα με κρατούσε στην αγκαλιά της η Αθήνα μας, οπότε νοιώθω πολύ οικεία σε αυτό τον υπέροχο χώρο και ελπίζω να σημάνει το ίδιο και για σας».
Συνέχισε την πορεία του εμπλουτίζοντας τις συναυλίες του με πολλά θεατρικά και εικαστικά στοιχεία κάνοντάς τες περισσότερο μουσικές θεατρικές παραστάσεις, με αποκορύφωμα την παράσταση του «Αχ! Πατρίδα μου γλυκειά» στο Θέατρο Λυκαβητού το καλοκαίρι του 1993, που ονομάστηκε το πρώτο ελληνικό λαϊκό μιούζικαλ και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στην Κύπρο, τη Ρόδο και την Νέα Υόρκη με μεγάλη επιτυχία.
Ακόμα σημαντικές του εμφανίσεις στο Λυκαβηττό ήταν η «Σκοτεινή πλευρά» και το “Cocktail Party”. Άλλη θεατρική του δουλειά ήταν η παράσταση «Τα καλύτερά μας χρόνια» σε κείμενο Βαγγέλη Γκούφα.
Επόμενες δισκογραφικές του δουλειές το «Νέα Κυψέλη – Νέα Ορλεάνη» που προήλθε από την συνεργασία του με το περίφημο συγκρότημα της Νέας Ορλεάνης Preservation Hall Jazz Band και «Τα φανταρίστικα», πάνω σε στίχους ανώνυμων φαντάρων.
Το καλοκαίρι του 2006 συνεργάστηκε με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής πραγματοποιώντας συναυλίες στην Ελλάδα, το εξωτερικό καθώς και στο Ηρώδειο, από όπου προέκυψε ένα διπλό cd με τίτλο «Μ’ Αγιόκλημα και γιασεμιά». Οι συναυλίες συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι του 2007.
Το 2011, σε μία συναυλία – αναδρομή στα 35 χρόνια πορείας του, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ερμήνευσε στο Φεστιβάλ Ρεματιάς αγαπημένα τραγούδια απ’ όλη τη δισκογραφική του δουλειά, όπως την «Πόλη μας», την «Κόκκινη Κλωστή», τα «Μικροαστικά», το «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ», τα «Τραγούδια για κακά παιδιά», τη «Χαμηλή Πτήση» κλπ.
Τριάντα χρόνια μετά το θρυλικό «πάρτι» που είχε πραγματοποιήσει στην πλαζ της Βουλιαγμένης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης έδωσε μία συναυλία στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (15/6/2013), χαρίζοντας στο κοινό μία βραδιά αναβίωσης, μνήμης, συγκίνησης, κεφιού και μουσικής.
Με το αρχειακό υλικό από την κινηματογράφηση εκείνης της βραδιάς σαν οδηγό, με την ορχήστρα και τους καλεσμένους του -από το παρελθόν και όχι μόνο- πήρε τη θέση του στο πιάνο και ταξίδεψε τους θεατές σε μια μαγική βόλτα στη Βουλιαγμένη, στα θερινά τα σινεμά, στα απόκρυφα μπαράκια του, στις γειτονιές των κοριτσιών του, κάνοντας τους παλαιότερους να θυμηθούν τα νιάτα τους του ΄83 και παρασέρνοντας τους νεότερους στον κόσμο της αθωότητας του.