Η Μεγάλη Τετάρτη (Μεγάλη Τρίτη Εσπέρας) είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο («Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε» ).
Το γεγονός αυτό έγινε λίγο πριν από το Πάθος του Κυρίου. Η μετάνοια αυτής της γυναίκας παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με την προδοσία του Ιούδα. Όταν η γυναίκα άρχισε να μυρώνει τα πόδια του Κυρίου, ο Ιούδας θεώρησε την ενέργεια αυτή ως σπατάλη. Έλεγε υποκριτικά πως τα χρήματα του μύρου θα βοηθούσαν κάποιους φτωχούς. Όταν ο Χριστός δεν την σταμάτησε, ο Ιούδας έτρεξε στους αρχιερείς των Ιουδαίων και συμφώνησε τη σύλληψη του Χριστού παίρνοντας τα τριάντα αργύρια. Σε κάποια σημεία της υμνογραφίας της ημέρας παρουσιάζεται και η σύγκληση του παράνομου συνεδρίου των Ιουδαίων, για να αποφασίσουν την καταδίκη του Ιησού Χριστού.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με την υπενθύμιση της μετάνοιας της αμαρτωλής γυναίκας η Εκκλησία μάς καλεί να μετανοήσουμε κι εμείς. Ιδιαίτερη ποιητική και μουσική αξία έχει το τροπάριο (δοξαστικό) της υμνογράφου Μοναχής Κασσιανής, που ακούγεται στο τέλος της Ακολουθίας. Εκεί η αμαρτωλός γυναίκα, που παίρνει πριν τον θάνατο του Κυρίου τον ρόλο των μυροφόρων γυναικών και αλείφει με μύρο το σώμα του Κυρίου, ζητά από τον Κύριο, που δημιουργεί τα νέφη της βροχής, να δεχθεί τα δάκρυά της. Επίσης παρακαλεί τον Κύριο να καμφθεί προς τους στεναγμούς της καρδιάς της, αυτός που κατέβηκε από τους ουρανούς κατά την ενανθρώπηση Του. Τελειώνει ζητώντας από τον Κύριο να μην την παραβλέψει, γιατί η αγάπη Του είναι αμέτρητη.
Ποια ήταν η Κασσιανή και ποια η αμαρτωλή γυναίκα
Η Οσία Κασσιανή ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία, η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.).
Η Κασσιανή, όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε αυτή ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:
– Εκ γυναικός τα χείρω.
– Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα για σύζυγό του.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή.
Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ., με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56).
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το γνωστό τροπάριο της, που ψάλλεται στις Εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας.
Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί.
Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Η μεγάλη αυτή ποιήτρια, υμνογράφος και μελωδός της εκκλησίας μας, η Αγία Κασσιανή, ταξίδεψε στην Ιταλία και την Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο ετελείωσε η επίγεια ζωή της. Μετά το θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Παρόλο που την μνήμη της δεν την αναφέρει κανένας Συναξαριστής, οι Κάσιοι, από τη συγγένεια του ονόματος της με το νησί τους, καθιέρωσαν τη μνήμη αυτής την 7η Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσιος φιλοπόνησε και ειδική Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ. στο τυπογραφείο της «Μεταρρυθμίσεως». Το παράδοξο όμως είναι, ότι η Ακολουθία αυτή αφιερώθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, που ο ίδιος στην συνέχεια την έδωσε για εκτύπωση στον Μητροπολίτη Θηβαΐδας Γερμανό (την 1η Σεπτεμβρίου 1889 μ.Χ.) και έτσι, επισημοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο η Αγιοκατάταξη της Κασσιανής από την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όπως το ποθούσαν οι κάτοικοι της Κάσου.
Η παρουσία της Κασσιανής έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής της, διότι αποτελεί την πλέον επιφανή γυναίκα μελωδό (έγραφε και τους ύμνους και τη μελωδία) στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής. Έχοντας ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυΐα, ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο διακρίθηκε στον τομέα της μελουργίας (σ’ αυτό τη βοήθησε η μεγάλη μόρφωση, που η ευγενής καταγωγή της, της επέτρεψε να έχει). Γι’ αυτό και το έργο της είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο κόσμο.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» , σε ήχο πλ. δ΄, που ψάλλεται στους ιερούς ναούς απόψε, καθώς και οι ειρμοί από την Α΄Ε΄ ωδή του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης» ).
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζομένους Αγίους. Στην ίδια αποδίδεται και ο τετραώδιος κανόνας: «Ἄφρων γηραλέε» , όπως και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων, το «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», σέ ήχο β΄. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Η λανθασμένη θεωρία για το Τροπάριο της Κασσιανής
Αρκετοί πιστοί πιστεύουν λανθασμένα ότι η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της.
Ωστόσο, όπως διαβάζουμε στο βίο της, από πουθενά δεν φαίνεται αυτό. Η Κασσιανή ήταν μία οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό σχήμα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους.
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης;
Στην ερώτηση αυτή, αρκετοί απαντούν, λανθασμένα, ότι αφού δεν είναι η Οσία Κασσιανή, τότε η αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα θα πρέπει να είναι η Μαρία η Μαγδαληνή! Η αλήθεια όμως είναι ότι η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέγει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθηταί και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία είχε βγάλει εφτά δαιμόνια» (Λουκ. 8, 2). Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν λοιπόν δαιμονισμένη και ο Χριστός της έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων.
Η αμαρτωλή και διεφθαρμένη πόρνη, αυτή που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, μας είναι άγνωστη, είναι ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Διαβάσατε στον Ευαγγελιστής Λουκά, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, να αναφέρει πουθενά το όνομα της; Όχι! Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να τους διαπομπεύσουν.
Ποίημα Κασσιανής Μοναχής
Ἦχος πλ. δ΄.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μετάφραση στο τροπάριο της Κασσιανής δια χειρός Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου•
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε,από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος