Σε ένα από τα μαγικά τραγούδια που μελοποίησε ο Μίμης Πλέσσας σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου το «Ξημερώνει Κυριακή» οι στίχοι λένε σε κάποια στιγμή: «Ο παλιός φωνόγραφος πάνω στο τραπέζι έπαψε να παίζει» και τα λόγια αυτά ίσως να ήρθαν κάποια στιγμή στο μυαλό πολλών όταν έμαθαν το θάνατό του και συνειδητοποίησαν ότι ο μεγάλος συνθέτης δεν θα ξαναπαίξει πια τις μαγικές μελωδίες του.
Τα μαγικά του δάχτυλα δεν θα βγάλουν μέσα από το αγαπημένο του πιάνο εκείνες τις θεϊκές νότες. Ο Μίμης Πλέσσας δεν θα ξαναπαίξει εκείνες τις επικές μελωδίες του γιατί τελικά ξημέρωσε η μέρα που ο συνθέτης κίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
Μα εκείνον τον παλιό φωνόγραφο δεν θα τον αφήσουν έτσι, όλοι εκείνοι που αγάπησαν τον Μίμη Πλέσσα, ονειρεύτηκαν, ερωτεύθηκαν, πόνεσαν, λυτρώθηκαν με τα τραγούδια του, βρήκαν παρηγοριά μέσα σ’ αυτά.
Θα πάνε εκεί κοντά στο φωνόγραφο θα βάλουν ένα παλιό δίσκο να παίζει και θα θυμηθούν όλα εκείνα τα τραγούδια που μας χάρισε ο σπουδαίος συνθέτης και μας αφήνει πίσω ως τεράστια κληρονομιά.
Η διαδρομή του και το σπάνιο ταλέντο
Ο Μίμης Πλέσσας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1924. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από τη Ζάκυνθο και η μητέρα του από την Μικρά Ασία.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν παραδεισένια. Η οικογένειά του ήταν εύπορη (είχε εργοστάσιο που έφτιαχνε καπέλα), ενώ λάτρευε τη μουσική και έτσι ο Μίμης Πλέσσας μαγεύτηκε από μικρός από τις νότες και αποφάσισε να μην της εγκαταλείψει ποτέ.
Ο πατέρας του, του αγόρασε ένα πιάνο και ο μετέπειτα μεγάλος συνθέτης έδειξε από πολύ μικρός το τεράστιο ταλέντο του.
«Μην γίνεις μουσικάντης»
Βέβαια όταν είπε στη μητέρα του ότι θέλει να γίνει μουσικός, εκείνη άστραψε, βρόντηξε και του είπε: «Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μην γίνεις μουσικάντης».
Λίγο μετά βέβαια, η μητέρα του άλλαξε στάση, βλέποντας το ταλέντο του.
Μόλις στα 15 του έγινε σολίστ στην ορχήστρα ελαφράς μουσικής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένειά του δοκιμάστηκε πολύ. Το εργοστάσιο χάθηκε. Η άνετη ανέμελη και πλούσια ζωή εξαφανίστηκε στα χρόνια της Κατοχής και έδωσε τη θέση της στη φτώχεια. Ο Μίμης Πλέσσας θέλησε να βοηθήσει με κάθε τρόπο την οικογένειά του να έχει ένα πιάτο με φαγητό στο τραπέζι της. Έπαιρνε ένα ακορντεόν που είχε και πήγαινε σε ταβέρνες και έπαιζε για να βγάλει έστω ελάχιστα χρήματα.
Αργότερα έπαιζε πιάνο σε καμπαρέ της εποχής και παρέδιδε και ιδιαίτερα μαθήματα.
Η μητέρα του πέθανε σχεδόν στα χέρια του
Σε ηλικία σχεδόν 19 ετών βίωσε την πιο μεγάλη ως τότε τραγωδία της ζωής του, καθώς η μητέρα του Ελένη πέθανε σχεδόν στα χέρια του. Ήταν μια σημαδιακή μέρα. Τρίτη και 13.
Μπήκε σπίτι του. Η μητέρα του έφτιαχνε κουλουράκια για να τον επιβραβεύσει για ένα άριστα που είχε πάρει. Τα χέρια της ήταν αλευρωμένα ακόμα. Τον είδε, είπε το όνομά του και έπεσε στα χέρια του χάνοντας τις αισθήσεις της, ενώ λίγο μετά πέθανε.
Εκεί αποφάσισε να καπνίσει για πρώτη φορά στη ζωή του.
Άφησε τη χημεία λόγω της… χημείας του με τη μουσική
O Mίμης Πλέσσας διάβαζε συνέχεια και ήταν επιμελής και πανέξυπνος μαθητής. Πέρασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χημεία στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’50.
Μα το σαράκι της μουσικής τον έτρωγε συνέχεια. Λάτρευε την τζαζ και έτσι άρχισε να παίζει σε μικρά αμερικανικά κλαμπάκια. Το ταλέντο του έγινε γρήγορα γνωστό. Άρχισε να παίζει δίπλα σε μύθους της αμερικανικής και παγκόσμιας τζαζ, όπως ο Ντίζι Γκιλέσπι, ο Κόλμαν Χόκινς, ο Λέστερ Γιανγκ και ο Χάρι Τζέιμς.
Το 1952, σε ηλικία 28 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε επίσης την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 έγινε και μαέστρος.
Τα πρώτα χρόνια του στις ΗΠΑ πάντως, ήταν δύσκολα. Λεφτά δεν υπήρχαν και έτσι έκανε διάφορες δουλειές, ή απαντούσε σε διαγωνισμούς γνώσεων στο ραδιόφωνο με βραβείο δέκα δολάρια για να επιβιώσει.
Θα μπορούσε να είχε μείνει στις ΗΠΑ και να κάνει καριέρα εκεί, αλλά η φλόγα της επιστροφής στην Ελλάδα έκαιγε μέσα του και έτσι γύρισε πίσω στα πάτρια εδάφη. Εδώ πήρε την μεγάλη απόφαση. Έβαλε για πάντα στο ντουλάπι την φυσική, τα μαθηματικά, τη χημεία και αποφάσισε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Παράλληλα αποφάσισε να κάνει και τον επιχειρηματία.
Το στούντιο ηχογραφήσεων και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα βέβαια, προσπάθησε να δουλέψει ως χημικός. Ένας παιδικός φίλος του, όμως, ο Μανώλης Νικολούδης τον πείθει να ανοίξουν το πρώτο ιδιωτικό στούντιο ηχογραφήσεων, το Στούντιο Αλφα. Αργότερα κάποιοι επενδυτές τους έπεισαν να το μετατρέψουν σε κινηματογραφικό στούντιο και έτσι γεννήθηκε το στούντιο ΑΤΑ.
Μάλιστα από το στούντιο του Μίμη Πλέσσα πέρασαν πολλοί ακόμα και σούπερ σταρ του Χόλιγουντ, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Παράλληλα είχε ρίξει φυσικά το βάρος και στη μουσική.
Τα πρώτα χρόνια της επιστροφής του στην Ελλάδα ασχολήθηκε περισσότερο με την ελαφρά μουσική, την οποία εμπλούτισε τόσο με ελληνικά στοιχεία όσο και ξένες επιρροές. Έγραψε τραγούδια και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, συμμετείχε σε εγχώρια και διεθνή φεστιβάλ.
Κάποια από τα κορυφαία τραγούδια του εκείνης της περιόδου ήταν τα: «Με τον έρωτα παρέα», «Πόσο λίγο μ’ αγαπούσες», «Ποιος το ξέρει», «Αστέρι, αστεράκι».
Η απογείωση με τον Δαλιανίδη
Στη δεκαετία του 1960 έριξε πολύ το βάρος του στα κινηματογραφικά τραγούδια και η πορεία του σε αυτό το διάστημα είχε ως συνοδοιπόρο τον Γιάννη Δαλιανίδη, που λάτρευε το ταλέντο του Μίμη Πλέσσα και του ζητούσε να γράφει τη μουσική και τα τραγούδια των ταινιών του.
Έγραψε μουσική και τραγούδια σε μια σειρά από μεγάλα κινηματογραφικά μιούζικαλ του Διαλιανίδη όπως τα: «Μερικοί το προτιμούν καυτό», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Γοργόνες και Μάγκες», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Κορίτσια για φίλημα» κ.ά. Οι ταινίες έκαναν τεράστια επιτυχία και φυσικά τα τραγούδια του έκαναν θραύση και έγινε διάσημος σε όλη την Ελλάδα.
Ο Παπαδόπουλος και ο Πουλόπουλος
Στα τέλη των 60’s στράφηκε προς το έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Εκεί έγινε δίδυμο με τον Λεύτερη Παπαδόπουλο. Έγραψε μουσική για τους μοναδικούς στίχους του αξεπέραστου Έλληνα στιχουργού, ποιητή, συγγραφέα και δημοσιογράφου. Τα τραγούδια αυτά τα ερμήνευσε με την αξεπέραστη φωνή του ο Γιάννης Πουλόπουλος και έγιναν διαμάντια της ελληνικής μουσικής ιστορίας.
Ο δίσκος του «Ο Δρόμος», που κυκλοφόρησε το 1969 σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, σημείωσε τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Με τραγούδια, όπως τα «Ξημερώνει Κυριακή», «Έπεφτε βαθιά σιωπή», «Γέλαγε η Μαρία» και «Το Άγαλμα», οι δίσκος έγινε ένα από σύμβολα της εποχής. Πούλησε 50.000 αντίτυπα και ήταν ο πρώτος εγχώριος χρυσός δίσκος.
Τον πίκρανε ο Πουλόπουλος
Στην συναυλία που δόθηκε για τα 50χρόνια της μουσικής του καριέρας ο Πλέσσας και ο Πουλόπουλος τα τσούγκρισαν. Ο Πουλόπουλος δεν ήθελε να τραγουδήσει εκεί και ο Πλέσσας πληγώθηκε.
Την λύση έδωσε ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο οποίος του είπε ότι θα πάρει αυτός τη θέση του Πουλόπουλου.
Ο Μίμης Πλέσσας στη μακρόχρονη διαδρομή του ανακάλυψε σπουδαίους τραγουδιστές και συνεργάστηκε και με σπουδαίους τραγουδιστές όπως η Νάνα Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου, η Γιοβάννα, η Μαρινέλλα, η Ρένα Κουμιώτη, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Στράτος Διονυσίου κ.ά.
Ασχολήθηκε όμως και με άλλα είδη μουσικής, γράφοντας ανάμεσα στα άλλα τη λαϊκή όπερα «Ζευς», σε λιμπρέτο Γιάννη Καλαμίτση και το ορατόριο «Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος των σκλάβων» σε λιμπρέτο του Ιάκωβου Αυλητή.
Ο πολυτάλαντος Μίμης Πλέσσας υπήρξε και ραδιοφωνικός παραγωγός. Παρουσίαζε την ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή «Σε 30 δευτερόλεπτα» που ήταν μια εκπομπή βράβευσης γνώσεων με διάφορα δώρα, (ραδιόφωνα και βιβλία), στη δεκαετία του 1960 και του 1970. Συμμετείχε σε διεθνείς και ελληνικές επιτροπές κρίσης καλλιτεχνικών γεγονότων.
Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή και ήταν μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Επίσης ήταν μέλος της Εταιρίας Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος, της ΕΡΓΗΜ (σύγχρονης μουσικής) και πολλών άλλων καλλιτεχνικών συλλόγων.
Πέτυχε να διευθύνει πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες στον κόσμο, σε έργα του και διακρίθηκε αφενός για τη θεατρική του προσφορά στο Παρίσι το 1958, και για την κινηματογραφική του στο Εδιμβούργο και τις ΗΠΑ το 1964 και 1965 αντίστοιχα. Αυτών ακολούθησαν πάμπολλες διακρίσεις ελληνικές και ξένες.
Ανάμεσα στα άλλα τιμήθηκε με:
1951: Λαμβάνει το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα.
1952: Ανακηρύσσεται πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ.
2000: Τιμάται για την πενηντάχρονη προσφορά του στην ελληνική μουσική και τον πολιτισμό από το Δήμο της Αθήνας με την απονομή του “Χρυσού Μεταλλίου της πόλης” σε μια μεγάλη συμφωνική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
2001: Απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά του στον πολιτισμό, από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο.
2002: Τιμάται για τα 50 χρόνια του στην Ελληνική μουσική σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού από το Υπουργείου Πολιτισμού.
2004: Τιμάται ως ο «Άνθρωπος της Χρονιάς» από τον υπουργό πολιτισμού στην τελετή των προσωπικοτήτων για την προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό.
2006: Βραβεύεται από την Ακαδημία Προσωπικοτήτων για τη συνολική προσφορά του στον πολιτισμό.
2010: Αναγορευτεί σε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών ενώ είναι και διδάκτωρ Χημείας του Πανεπιστημίου Κορνέλ των ΗΠΑ.
Το τελευταίο πλήρες έργο του
Το 2016 ο Μίμης Πλέσσας, με αφορμή την επέτειο 50 χρόνων από την εμφάνισή του στην δισκογραφία με τον δίσκο Ραντεβού στον αέρα για την ομώνυμη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, παρουσίασε το τελευταίο πλήρες έργο του «Διάφανος Σταυρός» με ερμηνευτή το Θάνο Ολύμπιο. Ο δίσκος τους έγινε πλατινένιος.
Τα τραγούδια που έγραψε ήταν ατέλειωτα και τα περισσότερα έγιναν τεράστιες επιτυχίες. Ανάμεσά τους τα: Σε βλέπω στο ποτήρι μου, Τι σου ‘κανα και πίνεις, Αν είναι η αγάπη αμαρτία, Άγαλμα, Χίλιες βραδιές, Βρέχει φωτιά στη στράτα μου, Το φεγγάρι πάνωθέ μου, Θαλασσιές Χάντρες, Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου, Έκλαψα χτες,Τόσα Καλοκαίρια.
Η μεγάλη αγάπη της ζωής του
Η δεύτερη σύζυγός του με την οποία ήταν αγαπημένο ζευγάρι μέχρι που ο συνθέτης έκλεισε τα μάτια του ήταν η Λουκίλα Καρρέρ, με την οποία απέκτησε μια κόρη το 1998. Γιος του από προηγούμενο γάμο είναι ο μουσικοσυνθέτης Αντώνης Πλέσσας.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1986. Η νεαρή τότε Λουκίλα Καρρέρ είχε την ονομαστική της γιορτή. Οι γονείς της πήγαν να το γιορτάσουν μαζί της στο κέντρο που εμφανίζονταν μαζί ο Μίμης Πλέσσας και ο Γιώργος Κατσαρός.
Ο Κατσαρός ήξερε την Λουκίλα και την οικογένειά της. Πήγε στο τραπέζι τους και έπαιξε με το σαξόφωνό του το: «Η πρώτη μας νύχτα» που ήταν το αγαπημένο της τραγούδι.
Όταν το τραγούδι τελείωσε ο Μίμης Πλέσσας άφησε το πιάνο και πήγε να ευχηθεί στην εορτάζουσσα λέγοντάς της ότι το συγκεκριμένο κομμάτι είναι δικό του.
«Το ξέρω κύριε Πλέσσα. Ξέρω όλο σας το έργο» του είπε αρχικά η Λουκίλα εκφράζοντας ταυτόχρονα την λύπη της στον συνθέτη που δεν άκουσε το: «Όλα δικά σου μάτια μου», το «Τόσα καλοκαίρια», το «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» και τόσα άλλα.
Η απάντηση του συνθέτη την άφησε με το στόμα ανοιχτό, καθώς ο Μίμης Πλέσσας της έκανε πλάκα: «Κορίτσι μου, με μπερδεύεις. Αυτά τα τραγούδια που μου λες δεν είναι δικά μου».
Εκεί ξεκίνησε ο μεγάλος και απόλυτος έρωτας της ζωής τους.