Ειδικότερα, στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατατέθηκε για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, κ.λπ. για τη χορήγηση άδειας σε: φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού (ιδιώτες μη φαρμακοποιοί ) και συνεταιρισμούς μέλη της «Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδας».
Με την υπ΄αριθμόν 26/2018 γνωμοδότησή του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ, με πρόεδρο τον Αθανάσιο Ράντο και εισηγήτρια την πάρεδρο Θεοδώρα Ζιάμου, κρίνεται ότι είναι σύμφωνοι με το άρθρο 5 του Συντάγματος οι εισαγόμενοι με το σχέδιο διατάγματος «περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών και την επιχειρηματική ελευθερία των ιδιωτών – μη φαρμακοποιών, όσον αφορά την υποχρεωτική επιλογή εταιρικής μορφής και τη συμμετοχή στη σύνθεση του εταιρικού κεφαλαίου των φαρμακευτικών ΕΠΕ, με κριτήριο την επαγγελματική ιδιότητα των συμμετεχόντων».
Ακόμη, οι σύμβουλοι Επικρατείας σε άλλο σημείο αναφέρουν ότι δεν εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, η πρόβλεψη του διατάγματος, «περί της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ΕΠΕ ιδιοκτησίας αδειούχου- μη φαρμακοποιού, επιστήμονα φαρμακοποιού με ποσοστό εταιρικής μερίδας 20%» και προσθέτουν ότι «η νέα ρύθμιση περί διαχωρισμού του ιδιοκτησιακού και επιχειρησιακού τομέα των φαρμακείων από τον τομέα της παροχής αμιγώς φαρμακευτικών υπηρεσιών θεσπίζεται νομίμως, από το ελληνικό Κράτος, κατ’ εκτίμηση των σύγχρονων διεθνών αντιλήψεων περί ανοίγματος των ελεύθερων επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη και των δεσμεύσεων της χώρας για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων με μείωση των περιορισμών, μεταξύ άλλων στα φαρμακεία».
Στο σημείο αυτό επικαλούνται οι δικαστές τη μνημονιακή νομοθεσία. Μάλιστα, σημειώνεται στην γνωμοδότηση, ότι η επίμαχη ρύθμιση κρίθηκε «αναγκαία για την αντιμετώπιση των φαινομένων της υπερκατανάλωσης φαρμάκων, της τεχνητής ζήτησης φαρμάκων και της προώθησης των μη γενόσημων φαρμάκων, που προκαλούν αύξηση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης και υπέρμετρη επιβάρυνση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εκτιμάται από τα ως άνω κείμενα ότι δύνανται να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, και στο μονοπώλιο του εμπορίου φαρμάκων εκ μέρους του κλειστού επαγγελματικού κύκλου των φαρμακοποιών.
Η άρση του εν λόγω μονοπωλίου θεωρείται ότι θα συμβάλει στη διαμόρφωση από την ίδια την αγορά τόσο της προσφοράς και της ζήτησης των φαρμάκων, όσο και της ποιότητας των παρεχόμενων φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών».Ακόμα, οι σύμβουλοι Επικρατείας, χαρακτηρίζουν όχι μόνο αναγκαία, αλλά και συνταγματική τη υποχρεωτική συμμετοχή επιστήμονα φαρμακοποιού σε εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία, όπως είναι η ΕΠΕ, με ορισμένο ποσοστό εταιρικής μερίδας. Και είναι αναγκαία για «τη διασφάλιση της αυτοπρόσωπης παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών και τη συνακόλουθη ανάληψη προσωπικής ευθύνης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες βάσει των νομοθετικών κανόνων που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, και δεν συνιστά, ως εκ τούτο, υπέρμετρο περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας».
Παράλληλα, στην απόφαση τονίζεται πως «η υποχρεωτική συμμετοχή του φαρμακοποιού σε φαρμακευτική ΕΠΕ με ποσοστό εταιρικής μερίδας μικρότερο του 50% δεν αντίκειται στη συνταγματικά προστατευόμενη επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), καθώς δεν δύναται να θεωρηθεί ότι το Κράτος έχει την υποχρέωση να επιβάλλει ένα συγκεκριμένο, ευνοϊκό για το φαρμακευτικό επάγγελμα, τρόπο λειτουργίας των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, όπως την παραφύλαξη της ιδιοκτησίας των λειτουργούντων φαρμακείων στους επιστήμονες φαρμακοποιούς».
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΣτΕ, η παροχή της δυνατότητας, σε πρόσωπα που δεν έχουν τα ίδια επαγγελματικά προσόντα με αυτά των φαρμακοποιών, να συμμετέχουν σε επιχείρηση εκμετάλλευσης φαρμακείων δύναται να θεωρηθεί ότι περιορίζει ουσιωδώς την επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών, καθώς οι φαρμακοποιοί, που δεν καθίστανται απλοί υπάλληλοι αλλά εταίροι στην οικεία επιχείρηση, παραμένουν κύριοι της πλέον σημαντικής συνισταμένης της εκμετάλλευσης φαρμακείου, ήτοι της παροχής του κατάλληλου φαρμάκου στον ασθενή, υπό την ιδιότητά τους ως επιστημονικώς υπευθύνων (εκάστου εξ αυτών) ενός καταστήματος φαρμακείου».
Επίσης, οι περιορισμοί του σχεδίου διατάγματος «στην επιχειρηματική ελευθερία των αιτούντων την άδεια φαρμακείου, συναρτώμενοι με την τήρηση ορισμένων διαδικασιών και όρων αδειοδότησης φαρμακείου (θέσπιση κωλυμάτων απόκτησης της ιδιότητας εταίρου σε φαρμακείο, υποχρεωτικών προσόντων για την απόκτηση άδειας φαρμακείου, ανώτατου αριθμού αδειών φαρμακείου ανά φαρμακοποιό και ανά εταίρο), δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, στο μέτρο που οι τιθέμενοι περιορισμοί είναι πρόσφοροι, αναγκαίοι και κατάλληλοι για την προστασία της δημόσιας υγείας από τη δραστηριότητα προσώπων που, χωρίς να διαθέτουν τα επαγγελματικά εχέγγυα του φαρμακοποιού, θα ηδύναντο να προτάξουν τα συγκεκριμένα, απαριθμούμενα στη διάταξη, επιχειρηματικά τους συμφέροντα έναντι των συμφερόντων των ασθενών».
Αντίθετα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν τη μόνη ένσταση που έχουν είναι στη διάταξη εκείνη του σχεδίου διατάγματος, η διάταξη που «θεσπίζει απόλυτη απαγόρευση συμμετοχής ως εταίρου, σε εταιρείες που λειτουργούν φαρμακείο, φυσικού ή νομικού προσώπου που μετέχει υπό οποιαδήποτε ιδιότητα σε εταιρείες ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων, σε φαρμακευτικές εταιρείες κ.ο.κ., εφόσον καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από την έναρξη έως την παύση λειτουργίας του φαρμακείου και ως προς την εταιρεία στην οποία μετέχει το φυσικό πρόσωπο «είναι ή υπήρξε κύριος αριθμού μετοχών που το κατατάσσουν ή κατέτασσαν μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων μετόχων της εταιρείας», ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην εφαρμογή της, διότι συναρτά την ιδιότητα του κύριου μετόχου με ενέργειες τρίτων προσώπων (αγορές, πωλήσεις μετοχών), ενίοτε βραχείας διάρκειας, που δεν υπόκεινται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στον έλεγχο των συγκεκριμένων προσώπων, ενώ μπορεί να συνεπάγεται αναδρομικές ή επιγενομένως ανακύπτουσες ακυρότητες».