Η χώρα μας έχει πλήθος από μνημεία και αξιοθέατα που μας μεταφέρουν νοερά σε άλλες εποχές και, ασφαλώς, στον τρόπο ζωής των αρχαίων προγόνων μας.
Ένα από αυτά, θεωρείται και ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα (ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που αποκαλείται και ως «Παρθενώνας της Πελοποννήσου», αφού έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον περίφημο ναό προς τιμήν της θεάς Αθηνάς στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Άλλωστε, ο ναός αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Ικτίνο, που έχτισε από κοινού με τον Καλλικράτη τον περίφημο Παρθενώνα.
Ο ναός υψώνεται στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων. Οι πηγές αναφέρουν ότι οι Φιγαλείς (από την αρχαία αρκαδική πόλη) αφιέρωσαν τον συγκεκριμένο ναό στον Απόλλωνα, διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Μάλιστα, ήταν το πρώτο μνημείο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986, ενώ είναι ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας.
Όταν, επίσης, ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε τον ναό, τον θεώρησε δεύτερο, μετά τον της Τεγέας, ναό της Πελοποννήσου σε κάλλος και αρμονία (“ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας ἕνεκα”)
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σωστή ορθογραφία της λέξης “επικούριος” είναι με “ι” και όχι “επικούρειος”, καθώς προέρχεται από το ότι στην αρχαιοελληνική μυθολογία ο Απόλλωνας είχε επικουρήσει την περιοχή και όχι από τον Επίκουρο και τους επικούρειους (π.χ. πυθαγόρειος: από τον Πυθαγόρα), ενώ η γραφή αυτή χρησιμοποιείται ήδη από τον Παυσανία.
Η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι ο Ναός είναι θεμελιωμένος πάνω σε άλλο προϋπάρχοντα αρχαϊκό Ναό του θεού Απόλλωνα. Ο Ναός αυτός είχε ιδρυθεί από του Φιγαλείς, ίσως μετά το 659 π.χ.
Σ’ αυτό το ναΐδριο υπήρχε ένα θαυματουργό ξόανο, δηλαδή ένα ξύλινο λατρευτικό άγαλμα άτεχνο, του Βασσίτα Απόλλωνα. Η προσωνυμία του Θεού σχετίζεται με το χωρίο της περιοχής Βάσσαι (Βάσσα και Βήσσα = χούνη, φαράγγι). Ταλαιπωρημένοι από κάποιο λοιμό οι Φιγαλείς, ήρθαν να προσευχηθούν σ’ αυτό το θαυματουργό ξόανο, για να θεραπευθούν. Η μετακίνηση έκανε το θαύμα της και τους θεράπευσε, αφού έφυγαν από τη νοσηρότητα της περιοχής τους για κάποιο διάστημα και έμειναν στον καθαρό αέρα και το ζωογόνο ήλιο.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός αποφάσισαν να κτίσουν τον καινούριο και μεγάλο ναό τους στη θέση του παλιού ναού, τον αφιέρωσαν στον Απόλλωνα και τον ονόμασαν Επικούριο, γιατί ήρθε ως επικουρία στο θανατηφόρο λοιμό. Όμως, υπήρχε και ένας επιπλέον λόγος που οι Φιγαλείς κτίσανε τον συγκεκριμένο ναό, δεδομένου ότι θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των άλλων πόλεων, που έφτιαχναν μεγαλοπρεπή μνημεία. Έτσι, κάλεσαν τον αρχιτέκτονα Ικτίνο, και του ανάθεσαν να τους κάνει σε αυτή τη θέση ένα μεγάλο ναό, για να τοποθετήσουν το θαυματουργό ξόανο του Βασσίτα Απόλλωνα.
Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσαι (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν τον θεό με την προσωνυμία Επικούριος δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη.
Ο ιδιαίτερος προσανατολισμός του ναού
Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπολοίπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο λόγω οικονομίας του χώρου ή για λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις παραδόσεις των Αρκάδων μιας και άλλοι ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό.
Ο ναός συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87 × 16,13 μέτρα) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης. Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετόπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζεται με έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το εμπρόσθιο τμήμα του προνάου και του οπισθοδόμου με δύο κίονες εν παραστάσει (in antis) αναδιατυπώνουν τον δωρικό ρυθμό. Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ναός δωρικός, δίστυλος εν παραστάσει περίπτερος. Αντιθέτως, στον σηκό μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων στέκονται απέναντι σε χαμηλούς τοίχους στήριξης. Στο νότιο τμήμα όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί κίονες του σηκού στέκονται στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένας κορινθιακός κίων, μόνος στο κέντρο του ναού. Το κιονόκρανο του κίονα αυτού αποτελεί «το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα “Κορινθιακά” μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών».
Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι βάσεις της ιωνικής ζωφόρου στο εσωτερικό του τεμένους, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της οροφής.
Η ζωοφόρος εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο
Στις αρχές του 19ου αιώνα η ζωφόρος ανασκάφηκε από τα ερείπια και δόθηκε προς πώληση. Τελικά αγοράστηκε από την βρετανική κυβέρνηση με αποτέλεσμα σήμερα να εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ εκμαγεία του εκτίθενται από το 1963 στη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ανδρίτσαινας. Στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική η ζωφόρος κοσμούσε το εξωτερικό του ναού αλλά στις Βάσσες η ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του σηκού. Η ζωφόρος αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή (διακρίνεται από τη λεοντή του) και τις Αμαζόνες και την μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Το δεύτερο ήταν συχνό θέμα στην αρχαιοελληνική τέχνη και εμφανίζεται στις μετόπες του Παρθενώνα. Εδώ οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους καθώς προσπαθούν να αντισταθούν στους Κενταύρους.
Αν και η απόδοση αυτής της ζωφόρου είναι ανομοιογενής στην ποιότητα, δραματική ζωηρότητα και βίαιη κίνηση διέπουν το όλο σχέδιο. Τα υπερβολικά στροβιλιζόμενα ενδύματα των Λαπιθών γυναικών και των Αμαζόνων απηχούν και ενισχύουν την αίσθηση της κίνησης που χαρακτηρίζει τις ίδιες τις μορφές. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών ορισμένοι μελετητές παραλλήλισαν τη σύνθεση αυτή με στοιχεία του μπαρόκ. Τη ζωφόρο ίσως φιλοτέχνησε ο γλύπτης Παιώνιος, δημιουργός της περιφημης Νίκης που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
Η πορεία των ανασκαφών
Ο ναός παρέμεινε σε χρήση κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια όπως φαίνεται από τις επιδιορθώσεις που δεχόταν η κεραμοσκεπή. Με την κατάρρευση της στέγης λόγω της φθοράς των ξύλινων δοκαριών της επήλθε η πρώτη σημαντική καταστροφή. Η ανθρώπινη επέμβαση ήταν ένας άλλος φθοροποιός παράγοντας. Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές από τους γνωστούς από την λεηλασία τον προηγούμενο χρόνο του γλυπτού διακόσμου του ναού της Αφαιας Αθηνας της Αίγινας, αρχαιοκάπηλους J. Foster, C. R. Cockerell, K. H. von Hallerstein, G. Gropius, J. Linckh, O. M. Stackerlberg, και P. O. Brondsted έφεραν στο φως τις πλάκες της ζωφόρου και το κορινθιακό κιονόκρανο.
Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του Αγγλου αντιβασιλέως Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρεταννικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν.
Το 1902 έγινε συστηματική ανασκαφή της περιοχής από την πρώτη Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών υπό τους αρχαιολόγους Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, Κωνσταντίνο Ρωμαίο και Παναγή Καββαδία. Περαιτέρω ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1959, 1970 και 1975-80 υπό την διεύθυνση του Ν. Γιαλούρη. Το 1975 δημιουργήθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος με καθήκοντα τον προγραμματισμό και τη σύνταξη μελετών συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 η Επιτροπή ανασυστάθηκε και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε την αποκατάσταση του επιβλητικού μνημείου. Το σαθρό έδαφος στο οποίο είναι χτισμένος, οι ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και το ασβεστολιθικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος, επέβαλαν τη μόνιμη κάλυψη του ναού με στέγαστρο από το 1987. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του αρμόδιου υπουργείου το στέγαστρο, το αντισεισμικό ικρίωμα, καθώς και οι άλλες εγκαταστάσεις, θα απομακρυνθούν μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων επεμβάσεων.
Η μετάβαση στον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό, μέσω Νέας Φιγάλειας (Φιγαλείας) Ηλείας κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Ο δρόμος είναι μεν ασφαλτοστρωμένος αλλά έχει αρκετές στροφές. Η πρόσβαση αυτή είναι δυτική. Από ανατολικά η πρόσβαση γίνεται μέσω Τρίπολης, Μεγαλόπολης και Ανδρίτσαινας.