Η αναφορά του υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη Ανδρέα Νικολακόπουλος στην πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωής Κωνσταντοπούλου δημιούργησε νέα ερωτήματα σχετικά με την μεταχείριση που είχε από την ΕΛΑΣ και τις υπηρεσίες της Βουλής ο κατηγορούμενος αστυνομικός.
Ο κ. Νικολακόπουλος ανέφερε χαρακτηριστικά για τον αστυνομικό της Βουλής ότι «στις 23/2/24 η σύζυγος του αστυνομικού πήγε στο ΑΤ Καλλιθέας και υπέβαλλε μήνυση με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ποινική δικογραφία για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων … πράξεις που έλαβαν χώρα σύμφωνα με τη μήνυση τα τελευταία 14 έτη έως τις 13/1/24 σε βάρος της ίδιας και των ανήλικων τέκνων τους».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το πρώτο νέο στοιχείο από αυτά που είπε ο υφυπουργός είναι πως η σύζυγος του Αστυνομικού στην μήνυση αυτή εκτός από την σωματική βίας εις βάρος της είχε αναφέρει “και των ανήλικων τέκνων του…”. Ως τώρα ήταν γνωστό ότι σε εκείνη την πρώτη της καταγγελία δεν είχε πει τίποτα για τα παιδιά τους.
Ο υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη, επίσης ανέφερε πως η σύζυγος του αστυνομικού λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 2/3/24 μετέβη και πάλι στο ΑΤ Καλλιθέας και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί πλέον την ποινική του δίωξη. Παρόλα αυτά, με εισαγγελική παραγγελία διερευνήθηκε το περιστατικό, διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτική εξέταση από ΑΤ Καλλιθέας η οποία με την ολοκλήρωση της υποβλήθηκε στην αρμόδια εισαγγελία.
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί από τις 23/2/2024 που υποβλήθηκε η καταγγελία έως τις 2/3/2024 που την απέσυρε η συζύγός του, δεν έφτασε σήμα για τη σύλληψη του αστυνομικού, που παρέμεινε έως και τον περασμένο Νοέμβριο στη Βουλή που έγινε η νέα μήνυση της συζύγου του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Επίσης ο υφυπουργός στην απάντησή του στην Βουλή, διέψευσε και τον ισχυρισμό ότι αφαιρέθηκε το όπλο από τον αστυνομικό λόγω αγχώδους διαταραχής, όπως έχει αναφερθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα.
Ο κ. Νικολακόπουλος, ανέφερε ότι με νεότερη παραγγελία διατάχθηκε η διενέργεια συμπληρωματικής κατεπείγουσας έρευνας από ΑΤ Καλλιθέας η οποία εκκρεμεί. «Επισημαίνεται για το σκοπό να διερευνηθεί από την ασφάλεια Βουλής σε βάρος του αστυνομικού διενεργείται προκαταρκτική διοικητική εξέταση», είπε ο κ. Νικολακόπουλος για να προσθέσει πως «από τη υποβολή της μήνυσης αμέσως αφαιρέθηκε του υπηρεσιακός ατομικός οπλισμός».
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου κατά την συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης και μετά τα όσα ανέφερε ο υφυπουργός επέμεινε στα περί προσπάθειας συγκάλυψης του Αστυνομικού, σημείωσε ότι «άλλα μας έλεγε εμάς ο Πρόεδρος της Βουλής» ότι «δεν ελήφθη στα σοβαρά η πρώτη καταγγελία γιατί ήταν σε ψυχιατρείο». Ο κ. Νικολακόπουλος αντιθέτως υποστήριξε πως «από την ημέρα της πρώτης καταγγελίες έγιναν επτά ενέργειες» και πως «δεν υπάρχει καμία ανοχή».
Λίγο αργότερα πάντως, πηγές της Βουλής ανέφεραν ότι η υπηρεσία ασφάλειας της Βουλής, ενημερώθηκε από το Τμήμα Ενδοοικογενειακής Βίας της ΕΛΑΣ μετά τις 2 Μαρτίου 2024 τόσο για την μήνυση κατά του αστυνομικού όσο και για την ανάκλησή της αλλά και για την ανάληψη της έρευνας από αρμόδιο εισαγγελέα.
Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη παράλληλα διευκρίνιζε σε σχέση με όσα ανέφερε ο κ. Νικολακόπουλος στην επίκαιρη ερώτηση της Ζωής Κωνστνατοπούλου ότι:
Η αστυνομικός σύζυγός τον Φεβρουάριο του 2024 κατήγγειλε τον επίσης αστυνομικό σύζυγό της για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αποκλειστικά σε βάρος της ίδιας, ενώ επιπλέον κατηγορήθηκε για σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων (άρθρο 312 Π.Κ.), σε συνδυασμό με τη νομοθεσία περί ενδοοικογενειακής βίας, εξύβριση και φθορά ξένης ιδιοκτησίας.
Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι ουδεμία αναφορά περί προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου κατατέθηκε στην αρμόδια αστυνομική ή εισαγγελική Αρχή, ούτε αναφέρθηκε ή υπονοήθηκε κάτι τέτοιο από τον κ. Υφυπουργό, ο οποίος έκανε συνολική αναφορά στα αδικήματα της δικογραφίας που σχηματίστηκε τότε.
Περαιτέρω, αρχές Μαρτίου του 2024, η αστυνομικός κατέθεσε στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα ιδιόχειρο σημείωμά της ότι δεν επιθυμούσε πλέον την ποινική δίωξη του συζύγου της.