Το πρόβλημα της διάβρωσης των ακτών δεν είναι νέο φαινόμενο. Όμως, τα τελευταία χρόνια προβληματίζει όλο και περισσότερο, λόγω της κλιματικής αλλαγής και των έντονων καιρικών φαινομένων σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εκμετάλλευση της παράκτιας ζώνης.
Περιοχές της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα παράκτιας διάβρωσης, λόγω της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης αλλά και των ανθρωπογενών παρεμβάσεων.
Πάνω από το 40% του πληθυσμού παγκοσμίως ζει και δραστηριοποιείται σε παράκτιες περιοχές.
Επομένως, η απώλεια παράκτιας γης χρήζει άμεσης προσοχής.
Μέχρι σήμερα, για να «αντιμετωπίσουμε» το φαινόμενο, κατασκευάζαμε τσιμεντένιους κυματοθραύστες, αναχώματα, προβλήτες, τεχνητούς υφάλους κ.ά., μετατρέποντας την παράκτια ζώνη σε ανθρωπογενές, ενίοτε εργοταξιακό, περιβάλλον.
Σε τέτοιες κατασκευές ηλικίας 50 ετών συχνά παρουσιάζονται ρωγμές και μικρές αστοχίες, με αποτέλεσμα τη συνεχή ανακατασκευή ή συντήρησή τους, αυξάνοντας συνεχώς το κόστος κατασκευής και συντήρησης.
Παράλληλα, κατά την παραγωγή του τσιμέντου εκλύεται το 6% των συνολικών ετήσιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ και το ίδιο το μπετόν απελευθερώνει διοξείδιο κατά τη σύνθεσή του.
Πέρα από τα παραπάνω, τέτοιες κατασκευές αλλοιώνουν το φυσικό τοπίο των παράκτιων περιοχών, με αποτέλεσμα την υποβάθμισή τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Νότιος Κορινθιακός κόλπος ή ακόμα και η παραλία Μαγαζιά της Σκύρου με τους τρεις τεχνητούς υφάλους.
Σε μία εποχή όπου το περιβάλλον χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, υπάρχει η ανάγκη νέων μεθόδων και τεχνικών φιλικών προς το περιβάλλον, οι οποίες να λειτουργούν σε συνδυασμό με τις φυσικές παράκτιες διαδικασίες.
Σε αυτή την λογική έχει αναπτυχθεί μια μεθοδολογία για την κατασκευή τεχνητού ακτόλιθου, που αποτελείται από παραλιακή άμμο η οποία συνεκτικοποιείται μέσω βακτηρίων που υπάρχουν στην ίδια παράκτια περιοχή.
«Οι τεχνητοί ακτόλιθοι είναι μία μίμηση των φυσικών ακτόλιθων, οι οποίοι δρουν ως κυματοθραύστες και μειώνουν την ένταση του κύματος προς την ακτογραμμή» αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ, Νίκη Ευελπίδου.
Οι τεχνητοί ακτόλιθοι “ήρθαν στη ζωή” μέσα από τη συνεργασία της καθηγήτριας του ΕΚΠΑ με τον Ιάπωνα καθηγητή βιοτεχνολογίας Satoru Kawasaki του Παν/μίου του Hokkaido, της Ιαπωνίας.
Η συνεργασία των δύο πανεπιστημίων έχει ξεκινήσει από το 2014 με έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιαπωνία και στο πλαίσιο μεταπτυχιακών αλλά και διδακτορικών διατριβών, όπως του Γιάννη Σαΐτη, υποψήφιου διδάκτορα στο ΕΚΠΑ, και μέχρι σήμερα έχει επιτευχθεί η ανάπτυξη τεχνητών ακτολίθων μέσω εργαστηριακών μεθόδων βιορυκτογένεσης.
Τα πειράματα δημιουργίας τεχνητών ακτολίθων έχουν δώσει θετικά αποτελέσματα σε επίπεδο εργαστήριου in vitro, ενώ επόμενος στόχος είναι η εφαρμογή τους in situ στο φυσικό περιβάλλον.
Η ιδέα της τεχνητής κατασκευής ακτολίθων και η χρησιμοποίησή τους για την προστασία των ακτών από την παράκτια διάβρωση, γεννήθηκε στην καθηγήτρια Νίκη Ευελπίδου, παρατηρώντας την ανταπόκριση των βυθισμένων ακτολίθων στον έντονο κυματισμό στην περιοχή της Λαγκούνας του αεροδρομίου της Νάξου.
Έτσι οι Έλληνες γεωλόγοι ανέπτυξαν μεθοδολογία που περιλαμβάνει δειγματοληψίες στο πεδίο, προ-επεξεργασία των δειγμάτων, μικροβιολογική ανάλυση, ορυκτολογικές και χημικές αναλύσεις, καθώς και προσδιορισμό των φυσικών ιδιοτήτων του τεχνητού σχηματισμού.
Μέσα από αυτή τη σειρά εργασιών, σήμερα παράγονται δοκίμια τεχνητών ακτολίθων μέσα σε μόλις 14 ημέρες σε σύγκριση με τους φυσικούς που χρειάζονται τουλάχιστον μερικές δεκαετίες για να σχηματιστούν.
Στο άμεσο μέλλον, εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία του ΕΚΠΑ, θα χρειάζονται μόνο λίγες μέρες για τη δημιουργία τεχνητών ακτολίθων σε ακτές υπό διάβρωση, χρησιμοποιώντας το υλικό της παραλίας στην οποία θα εφαρμόζεται η μεθοδολογία.
«Χρησιμοποιώντας διεργασίες της φύσης θα μπορέσουμε να επιβραδύνουμε το φαινόμενο της διάβρωσης με μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα, ελάχιστο κόστος και μεγαλύτερο χρόνο ζωής από τις συμβατικές μεθόδους καθώς μέσα από το κύκλο ζωής των βακτηρίων, ο τεχνητός ακτόλιθος συντηρείται χωρίς να καταστρέφεται» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υποψήφιος διδάκτορας Γιάννης Σαΐτης.
Η μέθοδος συνεχίζει ακόμα να εξελίσσεται και να βελτιώνεται και φαίνεται να είναι πολλά υποσχόμενη, καθώς συνδέεται άμεσα με διεργασίες της φύσης, είναι οικονομική και υποστηρίζει την καλαισθησία του φυσικού τοπίου.