- Στοιχεία - σοκ αποτυπώνουν με τον πλέον σκληρό τρόπο το πώς η κρίση "γονάτισε" τα ελληνικά νοικοκυριά - Κάθε σπίτι έχασε σε εννέα χρόνια 67.703 ευρώ και η οικονομία επέστρεψε στα επίπεδα του 2003 - Το 2008 η Ελλάδα κατανάλωνε 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, περισσότερο από ό,τι παρήγαγε, και έτσι βρεθήκαμε στην... αγκαλιά της τρόικας - Στα χρόνια της κρίσης οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν κατά 45%-50% - Πώς επηρέασε τις ελληνικές επιχειρήσεις το... "Varoufakis effect"
Ύστερα από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης και 3 χρόνια στασιμότητας, κατά την 9ετή περίοδο της κρίσης, η ελληνική οικονομία πραγματικά καταστράφηκε και επέστρεψε το 2016 στα επίπεδα του 2003. Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής», το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 57 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική περιουσία των Ελλήνων υποχώρησε κατά 622 δισ. δολ. (587 δισ. ευρώ), καθώς κάθε νοικοκυριό είδε την περιουσία του να μειώνεται κατά 71. 766 δολάρια.
Συγκεκριμένα, τα ελληνικά νοικοκυριά έχασαν κατά μέσο όρο 71,766 δολάρια (67,703 ευρώ), αφού η μεσαία αξία της περιουσίας τους από τα 175.335 δολάρια (165.410 ευρώ) το 2007, υποχώρησε κατά 41% ως το 2016 στα 103.569 δολάρια (97.706), με βάση τα στοιχεία για το 2016 του ινστιτούτου μελετών της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, που εξετάζει την εξέλιξη του πλούτου σε πάνω από 200 χώρες.
Όλα αυτά συνέβαλαν στη μείωση της κατανάλωσης και ως εκ τούτου στη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, ενώ βάσει των προϋπολογισμών του γερμανικού κολοσσού της Allianz, η μεσαία τάξη της χώρας μας αποτελεί πλέον μόνο το 20% του πληθυσμού, από το 50% την εποχή που η Ελλάδα έγινε μέλος του ευρώ.
Βέβαια καθώς σύμφωνα με υπολογισμούς των κορυφαίων τραπεζιτών την περίοδο 1996-2007 εισέρρευσαν στη χώρα από τις διεθνείς αγορές, από άλλες πηγές και από τους επίσημους φορείς 400-500 δισ. ευρώ, εύλογα τα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Credit Suisse, από το 2000 ως το υψηλό τους το 2007 υπερδιπλασιάστηκαν καθώς από τα 631 δισ. δολάρια (595 δισ. ευρώ) ξεπέρασαν το 1,5 τρισ. δολάρια (1,41 δισ, ευρώ).
Από το 1999 ως το 2009 εξάλλου μόνο οι τράπεζες και το Δημόσιο δανείστηκαν πάνω από 50 δισ. ευρώ και 200 δισ. ευρώ αντίστοιχα, συντηρώντας το ελληνικό μοντέλο με δανεικά, αφού τα λεφτά που «έπεσαν» στη χώρα χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγική της ανασυγκρότηση.
Το 2008, μάλιστα, καθώς άρχιζε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η χώρα κατανάλωνε 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, περισσότερο από ό,τι παρήγαγε και έτσι βρέθηκε εκτός αγορών και συνεπακόλουθα στην… αγκαλιά της τρόικας – κουαρτέτου σήμερα.
Στα χρόνια της κρίσης οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν κατά 45%-50%, ενώ μελέτη της PwC κατέδειξε ότι η σύγκλιση προσφοράς και ζήτησης θα λάβει χώρα περί το 2047, ενώ οι τιμές θα προσεγγίσουν τα προ κρίσης επίπεδα μετά το 2050.
Παράλληλα, οι μετοχές έχασαν το 90% της αξίας τους, σημειώνοντας πτώση 158 δισ. ευρώ από το υψηλό στο χαμηλό, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων και το κόστος δανεισμού εκτινάχθηκαν. Επιπρόσθετα, οι καταθέσεις των τραπεζών μειώθηκαν στο μισό, ενώ τα «κόκκινα δάνεια» εκτινάχθηκαν περίπου στο 50% του συνόλου και καθώς το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία ακόμη και μετά από τρεις ανακεφαλοποιήσεις.
Ττο μικρό «γύρισμα» στην ανάπτυξη ( +0,7%) το 2014, που σύμφωνα με τα στοιχεία της PwC επέτρεψε στις ελληνικές επιχειρήσεις να προσελκύσουν 15 δισ. ευρώ διεκόπη από το «Varoufakis effect», η περίοδος δηλαδή που διετέλεσε υπουργός Οικονομίας ο Γιάνης Βαρουφάκης, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Berenberg, υπολογίζονται σε 7% του ΑΕΠ, ενώ η επίπτωση στο χρέος σε ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ, αν συνυπολογιστεί και το μακροπρόθεσμο κόστος της νέας διάσωσης των τραπεζών.
Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως σήμερα η χώρα είναι εγκλωβισμένη σε μία περίοδο ισχνής ανάπτυξης, προβλέποντας πως ύστερα από μία μηδενική ή οριακή (+ 0,1%) ανάπτυξη το 2016, το 2017 -αν οι μεταρρυθμίσεις και το σχέδιο διάσωσης εφαρμοστούν επιτυχώς- το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1%-2% έναντι του επίσημου στόχου του 2,7%.
Aυτό που επίσης εκτιμάται είναι ότι η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ τα επόμενα πέντε χρόνια σε επενδύσεις, με το ενδιαφέρον να στρέφεται στη στήριξη από ισχυρά κράτη όπως η Κίνα ή η Γερμανία ή σε διεθνή funds που ειδικεύονται σε καταστάσεις χρεοκοπίας, αφού οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές απέχουν.
Πηγή: Το Βήμα της Κυριακής