Η γεωστρατηγική επανέρχεται στο προσκήνιο και φαίνεται πως αυτή θα επιδράσει καθοριστικά στην τύχη της αξιολόγησης. Η νίκη του Τραμπ, οι επιθέσεις εναντίον της Ευρώπης και ιδίως εναντίον της Γερμανίας, η επιστολή της Τερέζα Μέι που καλεί τον Ντόναλντ Τραμπ οι δύο χώρες να ηγηθούν του κόσμου, έχουν αρχίσει να επαναφέρουν σε τροχιά το ζήτημα της τύχης της Ευρώπης, καθώς και τις μεταρρυθμίσεις για να καταφέρει να αντεπεξέλθει στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις.
Ηδη ακούγονται φωνές στην Ευρώπη, ακόμα και στη Γερμανία, για μεγαλύτερη και στενότερη συνεργασία και ενότητα των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ώστε να αποκρούσουν τον προστατευτισμό του Τραμπ και την αναδίπλωση των ΗΠΑ.
Οι φωνές που ακούγονται κάνουν λόγο ακόμα και για μεγαλύτερη εμβάθυνση της ένωσης, κοινό αμυντικό προϋπολογισμό και κοινή εξωτερική πολιτική. Για να συμβούν τα προαναφερόμενα, οι διάφορες εστίες αστάθειας, αβεβαιότητας, διχασμών και διχόνοιας των Ευρωπαίων πρέπει να περάσουν στο περιθώριο και να προταχθεί η κοινή πορεία και η δράση των χωρών μελών προς μία πιο σφιχτή εταιρική σχέση.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος των απειλών για την Ευρώπη, αρκεί να αναφέρουμε τη δήλωση του ανθρώπου που προορίζεται για πρέσβης του Ντόναλντ Τραμπ στη Ε.Ε. Και ο οποίος είπε πως θα σόρταρε του ευρώ, γιατί θα μπορούσε να καταρρεύσει εντός των επόμενων 18 μηνών.
Πρόκειται για μία δήλωση απαράδεκτη για διπλωμάτη και υπό άλλες προϋποθέσεις θα μπορούσε να εκληφθεί και ως κήρυξη διπλωματικού “πολέμου¨, πράγμα που δεν έγινε ίσως γιατί οι Ευρωπαίοι έχουν επιλέξει, τουλάχιστον προς το παρόν, την ψύχραιμη προσέγγιση και όχι τους υψηλούς τόνους αντιπαράθεσης.
Αποκαλύπτει, όμως, τις προθέσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης, η οποία φαίνεται πως έχει βάλει ως στόχο το ευρώ το οποίο από τη δημιουργία αμφισβητεί την κυριαρχία του μοναδικού ως τότε παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, του δολαρίου. Η εκδοχή ταιριάζει γάντι με την δηλωμένη πολιτική επιλογή Τραμπ ¨πρώτα η Αμερική¨.
Στο κλίμα αυτό οι Ευρωπαίοι που υποστηρίζουν αποσχιστικές κινήσεις ή μία μικρότερη και πιο ομοιογενή ευρωζώνη, όπως ο Σόιμπλε που επιδιώκει μία ευρωζώνη της Γερμανίας με τους δορυφόρους της, βρίσκονται σε δυσχερή θέση, αφού πλέον κερδίζει έδαφος η ιδέα και η αναγκαιότητα για μεγαλύτερη συσπείρωση και βαθύτερη ενότητα των Ευρωπαίων. Χαρακτηριστικές του νέου κλίματος είναι και οι δηλώσεις των Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί οι οποίοι προσερχόμενοι στο Eurogroup επικαλέστηκαν και τόνισαν την αναγκαιότητα για ενότητα των Ευρωπαίων απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό σημαίνει επίσης, πως τελείωσαν τα ψέμματα και για τη Γερμανία και παρέρχεται η εποχή που της επέτρεπε να ηγηθεί της Ευρώπης όχι μόνο χωρίς κόστος, αλλά με κέρδη και μετάθεση του βάρους στους εταίρους της.
Τώρα, στη νέα εποχή Τραμπ, η Γερμανία αν θέλει να ηγηθεί της Ευρώπης, οφείλει να αναλάβει και το βάρος και το κόστος που συνεπάγεται η ηγεσία και η ηγεμονία. Αλλιώς η διάλυση και η αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα γίνει δυστυχώς εφιαλτική πραγματικότητα.
Κι΄ αυτό γιατί στη δυναμική της παρακμής εκτός από τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αβελτηρίες των Ευρωπαίων, θα προστεθούν η δράση των Αμερικανών και των Βρετανών, για να μην προσθέσουμε και τους Ρώσους.
Συνεπώς στο νέο διεθνές περιβάλλον που αναδύεται σιγά-σιγά, ο γεωστρατηγικός παράγοντας και η αναγκαιότητα συσπείρωσης των Ευρωπαίων και μεταρρύθμισης (στο δημοσιονομικό, αμυντικό και εξωτερικό τομέα που είναι οι τρεις πιο βασικοί πυλώνες μιας ισχυρής και σταθερής ένωσης) ενισχύονται, ενώ εξασθενούν οι διασπαστικές κινήσεις του Σόιμπλε και των δορυφόρων του.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι αυτομάτως η αξιολόγηση θα κλείσει με υποχώρηση του Σόιμπλε (επισημαίνεται ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θα βρεθεί σε πολύ δυσχερέστερη θέση αν ο Τραμπ τελικά βάλει φρένο στη συμμετοχή του ΔΝΤ στην Ευρώπη και το ελληνικό πρόγραμμα),αλλά ότι ενισχύονται οι δυνάμεις που θέλουν να κλείσουν γρήγορα όλες οι ανοιχτές πληγές της Ευρώπης, πράγμα που αναδεικνύεται και από το άρθρο γνώμης της Σιντόιτσε Τσάιτουνγκ ότι μία νέα ελληνική κρίση είναι πολύ επικίνδυνη.
Το κακό στην υπόθεση είναι πως ο χρόνος πιέζει αφόρητα και είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι αρκετός για να μπουν στη ζυγαριά με όλο το βάρος τους τα προαναφερόμενα νέα δεδομένα.