Ο Κουροσάβα έλεγε πως μέσα από το φακό του Αγγελόπουλου, η σιωπή αποκαλύπτει τα πάντα.
Ο λόγος και ο χρόνος σταματούν, ο ρυθμός εξαφανίζει το “μίκρο”, τη στιγμή, για να αναδείξει το αιώνιο, το “μάκρο”. Μέσα από τον πίνακα της εικόνας, η λεπτομέρεια, η απόχρωση, η ρυτίδα οξύνουν τις αισθήσεις, ο λόγος ειδώνεται, η ηρεμία αποκαθιστά το τοπίο.
Στην ποιητική του Αγγελόπουλου, κυκλοφορείς κεντρικός προσκεκλημένος στην έκθεση των εικόνων του. Δεν έχεις άλλον ήρωα να ταυτισθείς, δράση άλλων καταιγιστική για να παραδοθείς.
Είσαι στο κέντρο για να δείς, να αφουγκρασθείς, να αισθανθείς και να απαντήσεις, να γίνεις εσύ.
Δεν επαφίεσαι, είσαι. Δεν ταυτίζεσαι, ενεργείς.
Αυτός είναι ο ουμανισμός, ο ανθρωποκεντρισμός του Αγγελόπουλου.
Ήταν από εκείνη τη γενιά όπου ο ιστορικός χρόνος ενυπήρχε στον ανθρώπινο, τα μεγάλα συνέβαιναν στα καθημερινά, κι έτσι διαμόρφωσε μια χρονική στάση όπου η στιγμή συναιρεί και το αιώνιο, το παρόν εμπεριέχει παρελθόν και μέλλον.
Αυτή η ενσυναίσθηση του τραγικού χρόνου, η βίωση της ζωής που γίνεται θάνατος, η θεμελίωση της ύπαρξης στην μελαγχολία του δυισμού, τον έκανε ποιητή του χώρου που τον εθέσπισε, αφηγητή μιας Ελληνικής ιστορικότητας, απολύτως οικουμενικής. Τον έκανε ζωγράφο στα Κύθηρα και γραφιά του μεγάλου Θιάσου.
Είναι απόγονος της ελεγείας του Σολωμού και παιδί της “μοίρας” του Σεφέρη.
Στην κατανόηση της ιστορίας θυμίζει τους μεγάλους ελληνιστές, Βερνάν, Βινταλ Νακέ, Ρομιγί. Άλλωστε στην ακμή τους ξεναγήθηκε στο Παρίσι.
Εφυγε ποιητικά, απόλυτα σε συνέπεια με τη ζωή του. Σε μια στιγμή όπου, η τέλεια προσήλωση στην εικόνα του, έγινε άπειρο. Ο χρόνος σταμάτησε και το ακαριαίο μετασχηματίσθηκε σε μόνιμο. Του άξιζε! Και τον θρηνούμε.
Στο έργο του η συνείδηση πονά κι η ενσυναίσθηση μελαγχολεί.
Η αισιοδοξία του όμως προκύπτει από το μεγαλείο της ψυχής, τις θείες χάρες του να μπορείς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι, την ευτυχία να πονάς με τη ζωή και να ζείς με τον πόνο.
Η αισιοδοξία είναι πως έχεις πνεύμα, είσαι ή μπορείς να γίνεις ένθεος, δηλαδή άνθρωπος.
‘Ηταν και παραμένει εκτός εποχής. Αφόρητος για τις ταχύτητες της ζωής και τις νόρμες του θεάματος.
Δεν είναι απλά πως δεν τον καταλαβαίνεις, σε πνίγει η μεταιχμιακή του στάση, η σταθερότητα του μετέωρου βηματισμού του.
Δεν είναι για κάθε μέρα, είναι όμως για όλους εμας τους καθημερινούς ανθρώπους.
Αξίζουμε, επίκαιρα σήμερα με όσα ο τόπος περνά, οφείλουμε στον εαυτό που είμαστε, να περιηγηθούμε στο Θίασο.
Και να δείξουμε στα παιδιά μας, αυτό τον άλλο Χάρυ Πόττερ, τον άλλο άρχοντα του δαχτυλιδιού, που είναι η Γκόλφω και ο Τάσος. Να μιλήσουμε για εμάς , τους ανεπίκαιρους γονιούς τους.
Τιμώντας όχι τον Αγγελόπουλο, αλλά τον εαυτό μας και την Ελλάδα που κουβαλάμε μέσα μας. Τον τόπο που αυτός ο δικός μας ποιητής, τον ταξίδεψε στην οικουμένη και τον φώλιασε στις ψυχές μας.
Κόντρα στο ρεύμα!!
Με τους πιο πολλούς στον τόπο του, αδιάφορους ή χλευαστικούς.