οι Έλληνες καταναλωτές να αγοράζουν τα ίδια αγαθά ακριβότερα μέχρι και 416% σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Εθνους», τα πρώτα αποτελέσματα των ελέγχων με τη διαδικασία του transfer pricing (ενδοομιλικές συναλλαγές), που κάνει ειδική ομάδα του υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, δείχνουν μεθόδους τις οποίες εφαρμόζουν οι πολυεθνικές για να «φουσκώνουν» τις τιμές των προϊόντων στην ελληνική αγορά και να εμφανίζουν λιγότερα κέρδη, γλιτώνοντας έτσι φορολογία.
Πολυεθνικά κόλπα με τις τιμές
Το αποτέλεσμα είναι αφενός τα ελληνικά νοικοκυριά να πληρώνουν πανάκριβα τα ίδια αγαθά που πωλούνται φθηνότερα στο εξωτερικό και αφετέρου το Δημόσιο να χάνει έσοδα.
Τα κόλπα, όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου, έχουν να κάνουν με υπερτιμολογήσεις ανάμεσα στη μητρική και τις θυγατρικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενοι τη διαφορά της φορολογίας.
Τα ίδια στελέχη του υπουργείου περιγράφουν:
«Μια ξένη πολυεθνική (μητρική) έχει πολλές θυγατρικές σε διάφορες χώρες της ΕΕ. Η μητρική τιμολογεί τα προϊόντα της σε κάθε θυγατρική διαφορετικά. Αν σε μία χώρα η φορολογία είναι υψηλή, τότε επιλέγει και δίνει υψηλότερη τιμή χονδρικής, ενώ σε άλλη με χαμηλή δίνει χαμηλότερη. Με τον τρόπο αυτό, στην πρώτη περίπτωση, που κάνει την υπερτιμολόγηση, αποφεύγει να πληρώσει υψηλό φόρο, καθώς εμφανίζει μικρά κέρδη. Ετσι το ίδιο προϊόν το πουλά ακριβότερα φέρ’ ειπείν στην Ελλάδα έναντι της Γαλλίας».
Επιπλέον, οι πολυεθνικές καταφέρνουν να διατηρούν και να αυξάνουν τα κέρδη τους σε χώρες όπου οι συνθήκες είναι ολιγοπωλιακές και βέβαια επί της ουσίας τις έχουν δημιουργήσει οι ίδιες. Για παράδειγμα, αν ένα κράτος έχει ολιγοπωλιακή αγορά και η θυγατρική έχει μία δεσπόζουσα θέση, τότε η μητρική επιλέγει και ανεβάζει την τιμή διάθεσης του προϊόντος προς τη θυγατρική της. Ετσι εμφανίζει στους ισολογισμούς της χαμηλή κερδοφορία. Σε διαφορετική περίπτωση θα έμπαινε εύκολα στο στόχαστρο των ελεγκτικών Αρχών.
Με τους τρόπους αυτούς οι πολυεθνικές καταφέρνουν να εδραιώνουν τη θέση τους στην ελληνική αγορά και μάλιστα έχουν φτάσει να ελέγχουν το 60% των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης (τρόφιμα, απορρυπαντικά, είδη νοικοκυριού κ.λπ.).
Ο αντίλογος, βέβαια, των ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας είναι πως οι τιμές είναι υψηλότερες σε σχέση με άλλα κράτη της ΕΕ, λόγω επιβαρύνσεων που έχουν στη λειτουργία τους. Όπως για παράδειγμα η υψηλή φορολογία, η γραφειοκρατία και το μεγάλο κόστος διακίνησης των προϊόντων τους στη χώρα μας.
Η ουσία είναι ότι οι ελληνικές οικογένειες αγοράζουν ακριβότερα έως 416% το ψωμί του τοστ σε σχέση με τις αυστριακές. Οι Αυστριακοί τη συσκευασία των 500 γραμμαρίων την πληρώνουν μόλις 0,55 ευρώ, ενώ εμείς 2,84 ευρώ.
Το αλεύρι του ενός κιλού στην Ελλάδα έχει καταγραφεί με τιμή 1,6 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο 0,49 ευρώ (226,5%).
Τραπεζάκι καθιστικού πωλείται από πολυεθνική στην Ελλάδα με τιμή 15 ευρώ, αλλά στη Γαλλία διατίθεται έναντι 4,95 ευρώ, στην Ισπανία και Πορτογαλία 4,99 ευρώ. Είναι ακριβότερο κατά 203% στη χώρα μας.
Την ίδια μάρκα χαρτιού κουζίνας (συσκευασία τριών τεμαχίων) ο Ισπανός καταναλωτής την αγοράζει 1,2 ευρώ, αλλά ο Ελληνας 2,91 ευρώ, ήτοι τιμή υψηλότερη κατά 142,5%.
Σε διπλάσια τιμή (106%) πωλείται στη χώρα μας αφροντούς των 250 ml. Εδώ κυμαίνεται από τα 2,66 έως τα 2,72 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο έχει τιμή 1,32 ευρώ.
Το κίτρινο τυρί διατίθεται στους Ελληνες με τιμή 7 ευρώ το κιλό, αλλά στο Βέλγιο 3,97 ευρώ (76,32%).