Σάρα Μπερνάρ και Αριστείδης Δαμαλάς: Μια σχέση γεμάτη πάθος, καβγάδες και μορφίνη. Η θυελλώδης σχέση της «θεϊκής Σάρας» με τον Έλληνα «Απόλλωνα των διπλωματών»…
«Να ξέρεις πως ο πατέρας σου αγαπούσε την Ελλάδα. Μπορεί να ήταν ένα εκφυλόμουτρο, αλλά αγαπούσε τον τόπο του». «Κι εσένα σ΄ αγάπησε, Σάρα» -«Για έναν χρόνο! Μόνο για έναν χρόνο ήταν δικός μου. Ενώ εγώ ήμουνα δικιά του σε όλη μου τη ζωή!» – (Τερέζα / Φρέντυ Γερμανός – Εκδόσεις Καστανιώτη 1997).
Η στιχομυθία είναι ανάμεσα στην περίφημη θεατρίνα του 19ου αι., Σάρα Μπερνάρ ή αλλιώς «θεϊκή Σάρα», και στην Τερέζα, το «μούλικο», όπως αποκαλούσε η Γαλλίδα ντίβα την εξώγαμη κόρη του Έλληνα συζύγου της, Αριστείδη Ζακ Δαμαλά.
Ήταν μια θυελλώδης σχέση αυτή ανάμεσα στη «διασημότερη ηθοποιό του κόσμου» και στον Έλληνα «Απόλλωνα των διπλωματών», ακόμη κι αν δεν της έδωσε τον… πρέποντα χώρο στην αυτοβιογραφία της.
«Ήταν κι αυτό ένα καπρίτσιο της. Προσπαθούσε πάντα να πάρει την εκδίκησή της από έναν άντρα νάρκισσο, άπιστο, τόσο ίδιο με κείνη…» θα πουν αργότερα όσοι έζησαν τη ντίβα την εποχή της πτώσης της.
«Τον αγάπησε τόσο βαθιά και τόσο αρρωστημένα, που κι όταν εκείνος είχε πεθάνει από χρόνια κι εκείνη είχε γεράσει πια, τον ονειρευόταν στα αμαρτωλά βράδια της…». Άλλωστε, μέσα σε ένα παροξυσμό ειλικρίνειας και μία μεγαλειώδη αντίθεση εικόνας και ψυχοφθόρου συναισθήματος, το είχε ομολογήσει η ίδια σ΄ εκείνη τη στερνή συνάντησή της με την Τερέζα: «…το εκφυλόμουτρο … ακόμα και τώρα που είμαι μια κουτσή γριά, λαχταράω πάντα να κάνω έρωτα μαζί του…».!
Η αλήθεια είναι ότι μια παλέτα αντιθέσεων ήταν όλη τη ζωή της γυναίκας της οποίας το όνομα συνδέθηκε παγκοσμίως όσο κανένα άλλο με τις λέξεις «θεά», «είδωλο» και «ντίβα» στο θέατρο και το σινεμά. Γιατί, στην πραγματικότητα, η Σάρα ήταν μία δύστροπη, κακομαθημένη, απαιτητική -στερημένη από ανεμπόδιστη αγάπη- γυναίκα που μεγάλωσε σε οικοτροφεία και μοναστήρια και το μόνο αγνό, χειροπιαστό που κατάφερε να αφήσει πίσω της ήταν ο γιος της, ο Μορίς, που κι αυτόν τον απέκτησε στα 20 της, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσει.
Κόρη Ολλανδής πόρνης εβραϊκής καταγωγής, γεννημένη μάλλον στις 22 Οκτωβρίου του 1844. Στο βιβλίο της “Being divine: A biography of Sarah Bernhardt” (Εκδόσεις Mandarin – Ιανουάριος 1992) η Ruth Brandon αναφέρει ότι η Sarah Marie Henriette Bernhardt, όπως ήταν ολόκληρο το όνομα της Σάρας Μπερνάρ, γεννήθηκε στο Παρίσι, αλλά το πότε ακριβώς παραμένει αδιευκρίνιστο ή καλύτερα αδιασταύρωτο. Το πιστοποιητικό γέννησής της κάηκε μαζί με πολλά άλλα, όταν κατά την παρισινή κομμούνα, το δημαρχείο της πόλης τυλίχθηκε στις φλόγες.
Η μητέρα της την έβαλε σε οικοτροφείο και ο πατέρας της, αξιωματικός του ναυτικού -φοβούμενος την… ισχύ του μητρικού γονιδίου- την πήρε από το οικοτροφείο και την έκλεισε σε εκκλησιαστική σχολή στις Βερσαλλίες για να «λάβει τη σωστή ηθική και πνευματική καλλιέργεια». Εδώ η μικρή Σάρα βρίσκει τον εαυτό της στην ασκητική ζωή. Ακόμη κι όταν κάνει μία αταξία και την αποβάλλουν, κλαίει και οδύρεται για να επιστρέψει. Είναι πια πεπεισμένη πως θα ακολουθήσει τον δρόμο του Κυρίου. Αλλά όταν έρχεται η στιγμή να συμμετάσχει σε κάποια παράσταση θρησκευτικού περιεχομένου προς τιμήν του αρχιεπισκόπου του Παρισιού, καταλαβαίνει ότι είναι γεννημένη για το θέατρο. Και τότε αρχίζει η περιπέτεια…
Ένα αστέρι γεννιέται
Πρώτα γράφεται στο Εθνικό Ωδείο του Παρισιού. Οι επιδόσεις της είναι μέτριες, αλλά η φιλοδοξία της μεγάλη. Ύστερα από δύο χρόνια φοίτησης και παρότι τα διαπίστευτήρια της δεν είναι και αξεπέραστα, δέχεται πρόταση να περάσει από οντισιόν για την Κομεντί Φρανσέζ. Βλέπεις, στις τελικές εξετάσεις του Ωδείου έχει αριστεύσει στην κωμωδία. Στη βιογραφία της παραδέχεται ότι ο φίλος τής μητέρας της, Δούκας του Μορνύ, είναι αυτός που τη «σπρώχνει» σ΄ εκείνη την οντισιόν και όχι μόνον… Κατά την Brandon, κάποια στιγμή, έπειτα από κάμποσο καιρό «χαμηλής πτήσης» της Μπερνάρ στο θέατρο, με άρσεις και υποστολές στις αποδόσεις της, ο Δούκας του Μορνύ γίνεται υπουργός Εσωτερικών και δίνει την άδειά του να παιχτεί το έργο τού πατέρα Δουμά «Η κυρία με τις καμέλιες», που είχε απαγορεύσει ο προκάτοχός του, ως «ανάρμοστο προς τα χρηστά οικογενειακά ήθη, καθώς η κεντρική ηρωίδα είναι μια άρρωστη πόρνη, που πεθαίνει στην αγκαλιά του εραστή της». Η Σάρα παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και ως Μαργαρίτα Γκωτιέ, σημειώνει παγκόσμια επιτυχία, απογειώνοντας την καριέρα της και το όνομα του Αλέξανδρου Δουμά. Ένας δρόμος στρωμένος με επιτυχία, δόξα, γνωριμίες, έρωτες, παγκόσμιες περιοδείες θριάμβου, αλλά και οδυνηρές αμαρτίες και εξευτελισμούς και ήττες, έχει ανοίξει για εκείνη.
Εργατική, ταλαντούχα, κυκλοθυμική, οξύθυμη, εκρηκτική και αδίστακτη. Δεν διστάζει να εκβιάζει παραγωγούς και συγγραφείς για να κερδίζει πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αλλά ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει και μένει σε δεύτερο ρόλο, είναι τόσο σίγουρη για την υποκριτική της δεινότητα, που με την ερμηνεία της κλέβει και συχνά μονοπωλεί την προσοχή κοινού και κριτικών. Τσακώνεται συχνά με συναδέλφους της, παραγωγούς και θεατρώνες και κάποτε χαστουκίζει έναν από αυτούς και αποχωρεί, στήνοντας τον δικό της θίασο. Έτσι κι αλλιώς, είναι έντονη προσωπικότητα, με συγκρουσιακά στοιχεία, εθισμένη σε επιχειρηματικά άλματα, που άλλοτε της βγαίνουν και άλλοτε όχι… Η Ruth Brandon, μάλιστα, αναφέρει: «όταν τα έσοδά της δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις υποχρεώσεις της, πουλούσε κοσμήματα και άλλα αντικείμενα που είχε στην ιδιοκτησία της».
«Η ζωή μου, που αρχικά περίμενα να είναι πολύ σύντομη, αλλά φαίνεται πια πολύ μεγάλη, μου δίνει την απερίγραπτη χαρά να σκέφτομαι πόση δυσαρέσκεια θα προκαλούσε στους εχθρούς μου» περιγράφει ανάγλυφα η ίδια στην αυτοβιογραφία της.
Η Σάρα αντιπροσωπεύει το πρότυπο. Είναι πια πλούσια, χειραφετημένη, επιτυχημένη, δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα. Έχει όποιον εραστή θέλει, όποτε τον θέλει και είναι μόνη όταν το θέλει. Είναι η «διασημότερη ηθοποιός του κόσμου». Είναι η «θεϊκή Σάρα». Η Σάρα Μπερνάρ του δεύτερου μισού του 19ου αι. αντιπροσωπεύει το κρυφό, άπιαστο όνειρο κάθε γυναίκας. Στο μεταξύ, έχει αποκτήσει τον γιο της, από τη σχέση της με (όπως αφήνει η ίδια να εννοηθεί, αλλά ουδέποτε διασταυρώθηκε) τον γόνο μιας αριστοκρατικής βελγικής οικογένειας, τον πρίγκιπα του Λιν, Ερρίκο.
Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος που εκδηλώνεται στον Ιούλιο του 1870 διακόπτει βάρβαρα τις μέρες της δόξας της. Η Σάρα φυγαδεύει μακριά από το Παρίσι ολόκληρη την οικογένειά της και αναλαμβάνει δράση με τη στήριξη των Γάλλων στρατιωτών. Στήνει μία μονάδα για τραυματίες μέσα στον χώρο του θεάτρου «Οντεόν» και με τις υψηλές γνωριμίες της καταφέρνει να την τροφοδοτεί με πρώτες ύλες και τρόφιμα. Περιγράφοντας στη βιογραφία της τις συνθήκες εκείνης της εποχής, αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι ναι μεν νιώθει ευτυχής για τη βοήθεια που παρέχει στο κοινό καλό, πλην όμως, αυτή η συνδρομή έχει αποφέρει πόντους στην κατοπινή δημοφιλία της. Ο πόλεμος λήγει, έρχεται και φεύγει και η παρισινή κομμούνα και η γαλλική πρωτεύουσα βρίσκει και πάλι τον βηματισμό της. Το ίδιο και τα θέατρα. Η Σάρα είναι σαν έτοιμη από καιρό… Ανεβάζει παραστάσεις, οργανώνει περιοδείες και συνήθως, αποθεώνεται.
Στις 27 Οκτωβρίου του 1880, η Μπερνάρ και ο θίασός της φτάνουν στη Νέα Υόρκη για μια πρώτη περιοδεία στην Αμερική, που διαρκεί έξι μήνες. Η υποδοχή που της επιφυλάσσει στο λιμάνι της πόλης το κοινό της είναι μεγαλειώδης. Διθύραμβοι σε εφημερίδες και περιοδικά έχουν προηγουμένως απογειώσει τη φήμη της. Γυναίκες και άνδρες τη λούζουν με λουλούδια σε κάθε πόλη, που περιοδεύει.
Το «φαινόμενο Σάρα Μπερνάρ» είναι πια γεγονός. Τα μπιζαρίσματα μετά το τέλος κάθε παράστασης, την κρατούν στη σκηνή για περισσότερο από ώρα! Η επιρροή της στα κοινά των χωρών που επισκέπτεται μεταδίδεται σαν κίτρινος πυρετός! Οτιδήποτε φορά εκείνη γίνεται μόδα. Της αρέσει να προκαλεί, αλλάζοντας τακτικά ερωτικούς συντρόφους. Γύρω της συγκεντρώνει ένα μπουκέτο εκλεκτών ανθρώπων της τέχνης και της διανόησης, αρκετοί από τους οποίους γίνονται εραστές της (Γκ. Ντ΄ Αννούντσιο, Β. Ουγκώ, Γκ. Ντορέ, Ζ. Κλερίν, αλλά και η εξπρεσιονίστρια ζωγράφος Λ. Αμπεμά, με την οποία διατηρεί επί χρόνια ανοικτή ερωτική σχέση).
Η Σάρα αισθάνεται ότι κλείνει στην παλάμη της ολόκληρο τον κόσμο. Η μόνη έγνοια της είναι η Ιταλίδα Ελεονόρα Ντούζε, η μεγάλη αντίπαλός της. Κάποτε δεν διστάζει να την καλέσει σε καλλιτεχνική μονομαχία, στο θέατρό της! Παίζουν μαζί! Η Σάρα είναι ο στόμφος. Η Ντούζε ο ρεαλισμός. Οι Γάλλοι κριτικοί θα δώσουν τη νίκη στη Σάρα, αλλά στην επόμενη μονομαχία τους, αυτή τη φορά στο Λονδίνο, τα πράγματα αλλάζουν. Ο Μπέρναρντ Σω υποκλίνεται στην ερμηνεία της Ιταλίδας, εγκαινιάζοντας με την προτίμησή του το «μοντέρνο θέατρο» και η Σάρα σκυλιάζει. Δεν είναι ότι αμφισβητεί το ταλέντο της Ντούζε. Είναι ότι αδυνατεί να αποδεχθεί πως τη μεγαλύτερη τρικλοποδιά στην λαμπερή πορεία της τη δέχεται από τον χρόνο… Αδυνατεί να δεχθεί πως της έλαχε να συνυπάρχει μ΄ εκείνη. Είναι χαρακτηριστική η στιχομυθία της γηραιάς πια Σάρας με το «μούλικο», την Τερέζα, έτσι όπως την καταγράφει ο Φρέντυ Γερμανός. Η Τερέζα συστήνεται και η Σάρα παρατηρεί πως το όνομά της είναι χυδαίο.
«Μου θυμίζει εκείνη τη σκύλα» της πετάει με κακία. (Η Ντούζε είχε παίξει τελευταία στο θέατρο την Τερέζα Ρακέν του Ζολά). «Αν εννοείτε τη Ντούζε, έμαθα πως ήταν πολύ κακή στον ρόλο» λέει η Τερέζα προσπαθώντας να φανεί ευγενική. Το σχόλιο της Σάρας αφήνει τη νεαρή άναυδη: «Ήταν έξοχη! Κρίμα που δεν πρόλαβα να ψοφήσω πριν τη δω να το παίζει. Και να φανταστείς ότι κάποτε ο Ζολά ήταν εραστής μου!».
Η συναναστροφή της με εικαστικούς την ωθεί στο να αναζητήσει μέσα της και το δικό της ταλέντο. Έτσι δημιουργεί στο σπίτι της ένα εργαστήριο ζωγραφικής και γλυπτικής, όπου περνάει πειραματιζόμενη αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο της. Τα ενδιαφέροντα, ο τρόπος ζωής της είναι η πεμπτουσία της εκκεντρικότητας. Είναι εξαιρετικά ζωόφιλη και στο σπίτι της βρίσκουν καταφύγιο σκύλοι, γάτες, παπαγάλοι, χαμαιλέοντες, μαϊμούδες, ακόμα και ένα τσίτα! Η εποχή είναι των αγκυλώσεων, των… συγκεκαλυμμένων αμαρτιών και των προβεβλημένων ηθικών φραγμών, αλλά εκείνη προκαλεί διαρκώς ανοικτά και στρέφει επάνω της τα βλέμματα του κόσμου. Η Σάρα γνωρίζει πολύ καλά το παιχνίδι της δημοσιότητας. Επιπλέον, ξέρει πως για να διατηρηθεί στα ψηλά, πρέπει το κοινό να την ταυτίζει με τις ηρωίδες που υποδύεται στη σκηνή. Στην πραγματικότητα, αυτό νιώθει και μέσα της.
Η Σάρα ως Κλεοπάτρα του Σαρντού
«Καταπίνει» και αφομοιώνει τις ηρωίδες της, ακόμα και τους ήρωές της, αφού συχνά επιλέγει ανδρικούς ρόλους. Μεταμορφώνεται. Γίνεται οι ρόλοι της. Τους μεταφέρει στη ζωή της. Έναν μάλιστα τον βιώνει στην πραγματικότητα. Είναι αυτός της Μαργαρίτας Γκωτιέ. Η υγεία της Σάρας, έτσι κι αλλιώς, ήταν πάντα εύθραυστη και η ταραχώδης ζωή της δεν βοηθά. Πολλά χρόνια μετά, η εγγονή της ντίβας θα αποκαλύψει πως ύστερα από μια αποτυχημένη θεατρική της εμφάνιση, η Σάρα παρουσίασε συμπτώματα σοβαρής ασθένειας. Η διάγνωση των γιατρών ήταν «καλπάζουσα φυματίωση» (καθώς ο Δουμάς ο πρεσβύτερος αποκάλυψε κάποτε ότι η «Κυρία με τις καμέλιες» ήταν πρόσωπο υπαρκτό, αρκετοί έσπευσαν αργότερα να αναγνωρίσουν σε αυτό τη Σάρα Μπερνάρ).
Ως άλλη Μαργαρίτα Γκωτιέ, λοιπόν, η Σάρα βιώνει την εξέλιξη της αρρώστιας της ανάμεσα στον κύκλο των θαυμαστών της, αλλά ως υπέρμαχος της υψηλής αισθητικής, τρομοκρατείται από το ενδεχόμενο η στερνή της κατοικία να είναι άσχημη και ζοφερή. Έτσι, την επιλέγει η ίδια! Παραγγέλνει ένα γυάλινο φέρετρο, το τοποθετεί στο σαλόνι του σπιτιού της και προβάρει μέσα του τον μακάριο ύπνο της!
«Θέλω να βιώνω την τραγικότητα των ρόλων μου» θα δηλώσει η ίδια σε κάποιον δημοσιογράφο που τη ρωτά για το περίεργο… αξεσουάρ του σπιτιού της.
Η Brandon αποδίδει την κίνηση της Μπερνάρ σε δύο εμμονές: την αναζήτηση της δημοσιότητας, καλής ή κακής, και την επιθυμία του θανάτου. Είναι, βλέπεις, η εποχή που θέατρο και λογοτεχνία είναι πλημμυρισμένα από εικόνες ασθενικών γυναικών, συνήθως από φυματίωση, που καταλήγουν νεκρές. Η αδυναμία, η παθητικότητα και το εύθραυστο του γυναικείου σώματος γοητεύει το κοινό.
«Η Μπερνάρ, λοιπόν, είναι πιθανό να ήθελε να ικανοποιήσει τη φαντασία του κοινού της, φτάνοντας ακόμα και στα άκρα» αναφέρει η Βρετανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Φαίνεται, όμως, πως εντέλει η κράση της ντίβας δεν είναι και τόσο εύθραυστη και η όποια επιθυμία της να αποδημήσει όχι και τόσο ισχυρή. Η Μπερνάρ θα καταφέρει να ξεπεράσει την αρρώστια της, παρότι μέσα της θα είναι πάντα μια μελαγχολική, ασθενική ηρωίδα του Δουμά… Η Μαργαρίτα Γκωτιέ είναι πια η δεύτερη φύση της.
Το ξεβράκωμα επί σκηνής
Αλλά μία τέτοια ηρωίδα, που… σέβεται τον εαυτό της, πρέπει να έχει πλάι της και τον Αρμάνδο της… Η Σάρα τον συναντά τον Ιανουάριο του 1882 στην Αγία Πετρούπολη, όπου εκείνη έχει φτάσει στο πλαίσιο περιοδείας και εκείνος ασκεί καθήκοντα διπλωμάτη. Είναι ο Έλληνας Αριστείδης Δαμαλάς. Πειραιώτης, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, με πατέρα τον δήμαρχο της Ερμούπολης Σύρου, Αμβρόσιο, και μάνα την Καλλιόπη, κόρη του δημάρχου Πειραιά, Λουκά Ράλλη. Χαρακτηριστικά του Αριστείδη, γνωστού ως Ζακ Νταμαλά στην παρισινή κοινωνία, όπου έχει σπουδάσει, είναι η εξόχως ευειδής όψη του που τον καθιστά περιζήτητο θήραμα των γυναικών και η εξάρτησή του από τη μορφίνη.
Κατά μία εκδοχή, η Σάρα ήρθε σε επαφή μαζί του ύστερα από διαμεσολάβηση της επίσης μορφινομανούς αδελφής της, Ζαν. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Αριστείδης επιθυμεί διακαώς να ασχοληθεί με το θέατρο και προσεγγίζει τη Σάρα για να ζητήσει τη συμβουλή της. Το θέμα είναι πως, παρά τη διάφορα ηλικίας (εκείνη είναι ήδη 37 και εκείνος μόλις 26), ο έρωτας που πλήττει τη Σάρα είναι κεραυνοβόλος και θυελλώδης. Για τον Αριστείδη, εκείνη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη γυναίκα που τον θέλει. Τον πολιορκεί ανοικτά, αλλά εκείνος εξακολουθεί να ξοδεύει τον χρόνο του μεταξύ των διαφόρων ερωμένων του. Ώσπου η Σάρα ρίχνει στο τραπέζι το βαρύ πυροβολικό…
«Θα σε κάνω πρωταγωνιστή. Θα παίζουμε μαζί. Θα γίνουμε θρυλικό ζευγάρι» του λέει και ο Αριστείδης, που ο τυχοδιωκτισμός είναι βασικό χαρακτηριστικό της στόφας του, διαπιστώνοντας ότι μία πολλά υποσχόμενη και σίγουρα επικερδής ευκαιρία ανοίγεται μπροστά του, δέχεται. Πανευτυχής η Σάρα, εκπαραθυρώνει επί τόπου (!) από τον θίασο τον συμπρωταγωνιστή και έως τότε εραστή της, Φιλίπ Γκαρνιέ, και τοποθετεί στη θέση του τον Δαμαλά, ο οποίος στην απόδοση του ρόλου είναι από μέτριος έως κακός. Αλλά τη Σάρα δεν την αφορά αυτό. Άλλωστε, η ίδια έχει την ικανότητα να απλώνεται στη σκηνή και να μονοπωλεί την προσοχή του κοινού, αποσπώντας την από τον ατζαμή νέο εραστή της. Την αφορά ότι έχει πλάι της τον άνδρα της ζωής της (έτσι τον αποκαλεί) και βιάζεται να τον παντρευτεί.
«Δεν είναι έξοχος σαν Αρμάνδος; Και μόνο που τον βλέπεις, καταλαβαίνεις γιατί πεθαίνει όπως πεθαίνει η Μαργαρίτα Γκωτιέ» θα πει κάποτε εκστασιασμένη στον αποσβολωμένο Αλέξανδρο Δουμά.
Ψαλιδίζοντας κατά τι το χρονοδιάγραμμα εκείνης της περιοδείας, στα τέλη Μαρτίου το ζεύγος ταξιδεύει για Αγγλία. Καθώς εκείνη είναι καθολική και εκείνος ορθόδοξος και στη Γαλλία δεν επιτρέπονται μικτοί γάμοι, στις 4 Απριλίου του… σωτηρίου έτους 1882 Μπερνάρ και Δαμαλάς ενώνονται «εις σάρκα μίαν» σε ναό της γηραιάς Αλβιώνας.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ερωτοχτυπημένης συζύγου του, ο Δαμαλάς εξακολουθεί να μην… τα λέει. Σε κάποια παράσταση μάλιστα καταρρέει και εξαφανίζεται από τη σκηνή. Η δε εξάρτησή του από τις ουσίες καθιστά ακόμα δυσκολότερη την απόδοσή του. Ο Τύπος της εποχής ρίχνει το φως του στο ροζ χρώμα της σχέσης, καθώς λίγο από ανασφάλεια και λίγο από ζήλια ο νεαρός αποδεικνύεται για τη Σάρα σκληρός και βασανιστικός σύζυγος. Αλλά και εκείνη είναι ανθεκτική αντίπαλος…
Δημοσιεύματα και σκίτσα αποτυπώνουν την «άρρωστη σχέση» των συζύγων και κυρίως παθιασμένων εραστών και τις απόπειρες χειραγώγησης του ενός από τον άλλο. Η συνύπαρξή τους εξελίσσεται θυελλωδώς. Οι καβγάδες τους τις περισσότερες φορές είναι δημόσιοι και οι συμφιλιώσεις τους σκανδαλώδεις.
Ένα βράδυ, ύστερα από μία γερή δόση μορφίνης, ο σύντροφος της ντίβας, την ξεβρακώνει επί σκηνής, προσφέροντας στο έκπληκτο κοινό τα ιερά οπίσθιά της! Είδαμε για πρώτη φορά τη Σάρα Μπερνάρ των δύο ημισφαιρίων!» σχολιάζει την επομένη ο γαλλικός Τύπος.
Οι χαρακτήρες τους μοιάζουν πολύ, γεγονός που τους οδηγεί σε συχνές και έντονες συγκρούσεις. Αλλά οι υποκριτικές δυνατότητες του νεαρού παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες. Ένα χάος χωρίζει την απόδοση των δύο επί της σκηνής. Αρκετοί συγγραφείς αρνούνται πλέον να εμπιστευτούν τα έργα τους στη Σάρα, όταν εκείνη επιμένει στη συμμετοχή του συζύγου της. Καθώς το νέο ρεπερτόριο συρρικνώνεται, η Μπερνάρ στρέφεται στο δοκιμασμένο παλιό της, αλλά εις μάτην…
Ο συμπρωταγωνιστής της δεν πείθει. Ελάχιστες είναι οι καλές στιγμές του. Παραστάσεις αποτυγχάνουν παταγωδώς, ο Δαμαλάς μπαινοβγαίνει στον κόσμο της μορφίνης, η Σάρα πληρώνει τα χρέη του από τις ουσίες και τον τζόγο, απολογούμενη ταυτόχρονα στον γιο της που έτσι κι αλλιώς ουδέποτε είδε με καλό μάτι τον γάμο της μητέρας του και τώρα πια διαμαρτύρεται έντονα.
Το 1884, και ενώ τα προβλήματά της δείχνουν να μην έχουν τελειωμό, η Μπερνάρ παραλαμβάνει έναν λογαριασμό για χρέη του συζύγου της, ο οποίος στο μεταξύ την έχει εγκαταλείψει με μια ηθοποιό του θιάσου της. Εκείνη καλύπτει την οφειλή και όταν εκείνος επιστρέφει κοντά της, η Σάρα καταφέρνει να χαλιναγωγήσει το αρρωστημένο πάθος της και να δώσει οριστικό τέλος στη σχέση τους.
Κι ενώ στο Παρίσι, οι εφημερίδες ξεδιπλώνουν την πιπεράτη συνύπαρξη Μπερνάρ – Δαμαλά με όλες της τις λεπτομέρειες, στην Αθήνα, η επιφανής οικογένεια του Αριστείδη λειτουργεί ως τροχοπέδη στην αποκάλυψη πτυχών, που προσβάλλουν την εικόνα του. Ούτε λόγος για την… ταμπακιέρα. Τα προβλήματα του ζεύγους αποδίδονται κατά κανόνα στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα και την ανεξαρτησία της Μπερνάρ, η οποία, παρά ταύτα παραμένει περήφανη για τον γάμο της με τον καλοφτιαγμένο Έλληνα αριστοκράτη, που στο πέρασμά του στενάζει το σύνολο του γυναικείου πληθυσμού. Αρθρογράφοι δηλώνουν σχεδόν συγκινημένοι που η «δημοφιλέστερη ηθοποιός του κόσμου» επέλεξε για σύζυγό της έναν Έλληνα.
«Ο γάμος τους δεν υπήρξε καθ’ όλα ευτυχής, ουδέ ήτο δυνατόν γυνή ως η Σάρα να υποταχθή εις στενούς δεσμούς συζυγικών καθηκόντων» ερμηνεύει τον χωρισμό των συζύγων το έντυπο «Εφημερίς» παραλείποντας την παραμικρή αναφορά στο πρόβλημα εθισμού τού κατά τα λοιπά «καλλίμορφου Έλληνα». Στις «διαρκείς μεταπτώσεις και ανωμαλίες που συμβαίνουν σε κάθε μεγαλοφυΐα, όπως ο Δαμαλάς» αποδίδει με τη σειρά της η «Νέα Εφημερίς» την αποτυχία του γάμου. Η εφημερίδα «Οικογένεια» κάνει ξεκάθαρη αναφορά στον εθισμό του Δαμαλά, αλλά δεν αποδίδει σε αυτόν τον χωρισμό. Γενικώς, η στάση των εντύπων απέναντι στο θέμα εμφανίζεται απολύτως επιτηδευμένη, προκειμένου να μη στιγματιστεί ο Δαμαλάς στα μάτια των συμπατριωτών του.
Δεν παίρνουν ποτέ διαζύγιο. Σε λίγα χρόνια, το 1889, ο Δαμαλάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή από υπερβολική δόση μορφίνης. Είναι μόλις 34 χρόνων. Η Σάρα στέλνει τη σορό του στην Ελλάδα. Αλλά ο Δαμαλάς, της φυλάει για το τέλος μία έκπληξη… Η τελευταία του ερωμένη είναι έγκυος κι ενώ εκείνος πεθαίνει αγνοώντας ότι θα γίνει πατέρας, η μητέρα του μωρού βάζει το νεογνό σε ένα καλάθι και το αφήνει στην πόρτα της Σάρας με ένα λιτό κυνικό σημείωμα: μιας και δεν πήρατε ποτέ διαζύγιο, το επιστρέφω στον πατέρα του…
«Πετάξτε το μούλικο στον Σηκουάνα» ουρλιάζει στην υπηρεσία της η Σάρα και το εννοεί!
Ο φίλος της, έμπορος όπλων, Μπαζίλ Ζαχάρωφ, που είναι παρών, γλυτώνει το παιδί από τον υγρό του τάφο… Το «μούλικο» μεγαλώνει ένας λεβέντης Έλληνας της ανατολικής Θράκης. Περνώντας τα χρόνια η Τερέζα μεταμορφώνεται σε έναν θαυμαστό κύκνο, που αναλώνει τη φρεσκάδα και την ομορφιά του στα πολυτελή αμαρτωλά σαλόνια της Ευρώπης. Σαν συνέχεια ενός περίεργου γονιδιακού μίτου, ακολουθεί ζωή, αντίστοιχη με εκείνη του πατέρα και της μητριάς της…
Η Σάρα στην Ελλάδα του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Το 1893 η Σάρα επισκέπτεται την Αθήνα. Τα τοπικά έντυπα αναφέρονται με ενθουσιασμό στη γυναίκα, που δεν λησμονεί τους δεσμούς της με την Ελλάδα και εστιάζουν στις επισκέψεις στον τάφο του Δαμαλά. Στην πραγματικότητα, η Σάρα για πρώτη φορά εντάσσει την Αθήνα σε περιοδεία της, καθώς έχει πληροφορηθεί ότι η πόλη διαθέτει ένα αξιοπρεπές θέατρο, το Δημοτικό, χωρητικότητας 1.500 θέσεων (άρα εξασφαλισμένα κέρδη) και με σκηνή, που μπορεί να φιλοξενήσει την απαιτητική παραγωγή της. Επιπλέον, είναι η πρώτη περιοδεία της μετά τον θάνατο του Έλληνα συζύγου της και ως εκ τούτου δεν έρχεται μόνο ως μεγάλη ηθοποιός, αλλά και ως χήρα. Λέγεται μάλιστα ότι φέρνει μαζί της ένα μνημείο φιλοτεχνημένο από την ίδια, για να το τοποθετήσει στον τάφο του. Είπαμε. Η Σάρα ξέρει καλά το παιχνίδι της δημοσιότητας και οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τα… δίχτυα της. Οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα, την ακολουθούν πλέον όπου εκείνη εμφανίζεται και πληρώνουν αδρά για να θαυμάσουν τη σύζυγο του συμπατριώτη τους.
Η αλήθεια είναι ότι η παρουσία μιας ηθοποιού της εμβέλειας της Μπερνάρ στην Ελλάδα, δεν άφησε ασυγκίνητο κοινό. Αλλά και το κόστος των εισιτηρίων για την παράστασή της σε μια χώρα, που σε λίγους μήνες θα άκουγε το δραματικό «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν» από τον πρωθυπουργό της, δεν άφησε ασυγκίνητα τα σατυρικά έντυπα… Σημειώνεται ότι οι τιμές των εισιτηρίων κυμαίνονταν από 3 δραχμές για μία θέση στο υπερώο έως 135 για μία θέση στο πρώτο θεωρείο!
«Και τώρα που έφυγε μακράν ο ήλιος της σκηνής ετοιμασθήτε πάλιν, ω δύσμοιροι Αθηναίοι, εις την ξηράν και πλήρη πεζότητος ζωήν μας και εγειρόμενοι καθ’ εκάστην πρωίαν ν’ ακούεται παρ’ ημών ότι έγεινε δεν έγεινε θα γείνη δεν θα γείνη το δάνειον» δημοσιεύει σκωπτικά μετά την αναχώρηση της Μπερνάρ από την αθηναϊκή πρωτεύουσα η «Πειραϊκή Επιθεώρησις» στο φύλλο της 26ης Απριλίου του 1893.
Έντεκα χρόνια μετά, η ντίβα επισκέπτεται και πάλι την ελληνική πρωτεύουσα, για μία σειρά εμφανίσεων στο Βασιλικό Θέατρο (Εθνικό), αλλά αυτή τη φορά οι αναφορές των έντυπων μέσων δεν είναι πληθωρικές. Η θρυλική σχέση μοιάζει να έχει αφεθεί στη λήθη και αρκετά έντυπα προτιμούν να σχολιάσουν το προχωρημένο της ηλικίας της ηθοποιού (κοντοζυγώνει πια τα 60), που αφήνει θυμωμένη τη χώρα. Λίγο πριν την άφιξη της Μπερνάρ στην Αθήνα, «Εστία» και «Καιροί» υπενθυμίζουν… «Εν Λονδίνω ευρισκομένη κατ’ Απρίλιον του 1882 ενυμφεύθη εξ έρωτος έναν των ηθοποιών του θιάσου της, τον διακρινόμενον δια την ωραιότητάν του Ιάκωβον (Ζακ) Δαμαλάν. Αι επακολουθήσασαι σκηναί ζηλοτυπίας δεν περιγράφονται· υπήρξαν δε τοιαύται, ώστε το ζεύγος ηναγκάσθη να χωρισθή μετά εν και ήμισυ έτος» δημοσιεύει στο φύλλο της τής 29ης Νοεμβρίου 1904 η Εστία.
«Ενθυμούνται οι Αθηναίοι τα νωπά άνθη τα οποία, εις αγκαλίδας, εκόμιζε, πεζή εις το νεκροταφείον και ερράντιζε με αυτά έναν τάφον. Το μνήμα του προσφιλούς συζύγου ελκύει και τούτο, ως τρυφερά ανάμνησις, τη μεγάλη αυτής ψυχήν εις την πόλιν της αιωνίας τέχνης και του κάλλους δημοσιεύουν στην επιφυλλίδα τους οι «Καιροί» της 28ης Νοεμβρίου 1904.
Το τελευταίο χειροκρότημα στο Παρίσι
Την επόμενη χρονιά της επίσκεψής της στην Ελλάδα, η Σάρα, με πατημένα πλέον τα 60, αλλά το ίδιο ζωντανή και δραστήρια, βρίσκεται να παίζει στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Στην τελευταία πράξη του έργου και καθώς η δράση κορυφώνεται, γλιστρά και πέφτει από τη σκηνή τραυματίζοντας το γόνατό της τόσο άσχημα, που όχι μόνον δεν θεραπεύεται, αλλά πρέπει και να ακρωτηριαστεί.
Αν και σακατεμένη και με ξύλινο μέλος, η Σάρα εξακολουθεί να οργώνει τα θέατρα του κόσμου. Το 1922 είναι ήδη 78 χρόνων και τα σοβαρά προβλήματα υγείας συνεπεία της καταπονημένης κράσης της και του γήρατος την καθιστούν σχεδόν ανήμπορη να κινηθεί. Αλλά η σπουδαία θεατρίνα έχει για όπλο την υπέροχη φωνή της. Στις 20 Απριλίου του 1922 η Σάρα Μπερνάρ, καθηλωμένη σε ακινησία επάνω στη σκηνή, θα ανεβάσει στο θέατρο της, στο Παρίσι, το έργο του Louis Verneuil “Regine Armand” και θα εισπράξει το θερμότερο χειροκρότημα της ζωής της. Είναι το τελευταίο της. Τον επόμενο χρόνο θα αναχωρήσει για τη συνάντηση με τον Αριστείδη της…
Φωτογραφίες: “Being divine: A biography of Sarah Bernhardt” – Ruth Brandon, Mandarin 1992
“My Double Life: The Memoirs of Sarah Bernhardt” – State University of NY Press 1999
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ – ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΘΕΑΤΡΟ – ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, ΚΕΔΡΟΣ 1989
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ