Η Έρη Ρίτσου με ανάρτησή της στην προσωπική της σελίδα στο Facebook θυμήθηκε την ημέρα που ο Παττακός, υπουργός Εσωτερικών και α’ αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Χούντας, κάλεσε στο γραφείο του τον πατέρα της. Αφορμή για τη συνάντηση του δικτάτορα με τον Γιάννη Ρίτσο η πρόσκληση που του είχε γίνει να παραβρεθεί στο Λονδίνο ως τιμώμενο πρόσωπο μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης.
«ΡΙΤΣΟΣ και ΠΑΤΤΑΚΟΣ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το 1970 δίνεται άδεια στον Ρίτσο να ταξιδέψει από τη Σάμο, όπου βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, στην Αθήνα.
Στο Καρλόβασι όπου ζούσαμε περνούσε τις διακοπές του και ο Μιχάλης Περατικός, που την εποχή εκείνη ήταν γραμματέας, αν δεν κάνω λάθος, του συλλόγου Ελλήνων εφοπλιστών στο Λονδίνο. Ο Περατικός ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τις τέχνες και εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο του πατέρα μου. Με πρωτοβουλία και ενέργειες του λοιπόν ήρθε για τον Ρίτσο μια πρόσκληση να πάρει μέρος ως τιμώμενο πρόσωπο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα.
Η πρόσκληση μεταφέρθηκε στους δικτάτορες από τον Σύλλογο Ελλήνων Εφοπλιστών και φυσικά μια τέτοια πρόταση που έρχεται μέσω τέτοιας οδού δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν να την εξετάσουν.
Έτσι, ο Ρίτσος παίρνει άδεια να ταξιδέψει στην Αθήνα, όπου ο Στυλιανός Παττακός τον καλεί στο γραφείο του για να του κάνει συστάσεις, τί πρέπει να πει στο Λονδίνο εάν ερωτηθεί για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ο Παττακός θεωρούσε τον εαυτό του μέγα θεωρητικό και φιλόσοφο και έπηξε τον πατέρα μου στις μπούρδες στην προσπάθειά του να τον αποτρέψει από το να καταφερθεί κατά της Χούντας. Ο Ρίτσος του είπε πως αν ερωτηθεί, θα πει απλώς την αλήθεια.
-Και ποιά είναι η αλήθεια κύριε Ρίτσο; τον ρώτησε ο Παττακός.
-Αυτή που πολύ καλά γνωρίζετε, Πως στην Ελλάδα υπάρχει μια στυγνή στρατιωτική δικτατορία.
Κατόπιν τούτου ο Ρίτσος πήρε το δρόμο για Πειραιά, τμήμα μεταγωγών, Καρλόβασι, και οι διοργανωτές στο Λονδίνο πήραν την απάντηση πως ο Ρίτσος αρνείται να ταξιδέψει.
Περιττό να πω πως ο πατέρας μου άκουγε “Παττακός” και του σηκωνόταν η τρίχα κάγκελο, ενθυμούμενος το θράσος και τις φιλοσοφικές μπούρδες του ανόητου φασιστοδικτατορίσκου».